Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Ψάχνοντας τον Σωτήρα Επενδυτή, της Μαριλένας Κοππά,


Τη συζήτηση άνοιξε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός με τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση και όχι, ας πούμε, στα βασικά είδη διατροφής. Διεθνώς έχουμε μια τάση μείωσης της εταιρικής φορολογίας, με αντίστοιχη αύξηση της έμμεσης. Φορολογείται δηλαδή η κατανάλωση, σε αντίθεση με την «παραγωγή πλούτου». Θεωρητικά, ο οδηγός της οικονομίας είναι οι επενδύσεις κεφαλαίου. Και σε μια τουριστική χώρα, η εστίαση είναι κεφάλαιο. Και η λογική λέει ότι αυτές οι ευνοϊκότερες συνθήκες για τις επενδύσεις, αργά ή γρήγορα θα μας βγάλουν από την κρίση, ή θα την ανακόψουν. Ψάχνουμε, με άλλα λόγια, «τον επενδυτή», αν και σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου η ανατολικογερμανίδα Καγκελάριος της Γερμανίας προειδοποίησε ότι ποτέ η ανάπτυξη δεν έρχεται από «τον επενδυτή». Προέρχεται, αντίθετα, από «τους επενδυτές», δηλαδή το mittelstand, δηλαδή τη μικρομεσαία επιχείρηση, την καρδιά του «γερμανικού οικονομικού θαύματος». Για τα ελληνικά δεδομένα, το mittelstand είναι η εστίαση.


Αλλά γιατί όχι και στα είδη μαζική κατανάλωσης; Πριν να αναδιανείμεις τον πλούτο, πρέπει να έχει υπάρξει επένδυση, δηλαδή παραγωγή πλούτου. Και αυτό σημαίνει μεγαλύτερη φορολογία του εισοδήματος έναντι των μερισμάτων. Αυτή η λογική είναι κυρίαρχη. Έρευνα της KPNG το 2010, έδειχνε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο αυξάνονταν οι έμμεσοι φόροι: στην Ευρώπη (από 19,29% σε 19,67%), τη Λατινική Αμερική (από 13,63% σε 13,9%) και την Ωκεανία (από 11,25% σε 12%). Παρέμεναν αντίθετα σταθεροί σε Βόρεια Αμερική και Αφρική. Σε κάθε περίπτωση, στην Ελλάδα οι έμμεσοι φόροι αυξήθηκαν δραματικά. Σήμερα, για κάθε ένα ευρώ άμεσων φόρων, οι Έλληνες φορολογούμενοι πληρώνουν 1,53 σε έμμεσους, έναντι 1,32 που ήταν το 2009. Παράλληλα, η αύξηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών έχει αυξηθεί, χωρίς καν να αναφερθούμε στην περικοπή των ίδιων των μισθών και στις «έκτακτες εισφορές». Αντίθετα, το 2013, μειώνεται από 25% σε 10% ο συντελεστής παρακράτησης φόρου στα κέρδη που κεφαλαιοποιούν ή διανέμουν οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά. Και μειώνεται και ο ΦΠΑ στην εστίαση, που μπορεί τελικά να μην περάσει στον καταναλωτή. Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για δουλειές.

Το 2010, σύμφωνα με την ίδια έρευνα της KPNG, προκύπτει ότι ο μέσος εταιρικός φοροσυντελεστής στην Ευρώπη, μειώθηκε από 21,70% σε 21,52%, στη Βόρεια Αμερική από 36,50% σε 35,50%, στην Ασία από 24,81% σε 24,44%, στην Αφρική από 29,77% σε 29,36% και στην Ωκεανία από 29,2% σε 29%. Και τι μας νοιάζει ο κόσμος, μπορεί να πει κανείς… Η φυγή προς το εξωτερικό μεγάλων εισηγμένων του ελληνικού χρηματιστηρίου, δείχνει ότι πρέπει να μας νοιάζει τι γίνεται στην Ευρώπη, αφού κατευθύνουν τις επενδύσεις τους στο ευνοϊκότερο φορολογικό περιβάλλον. Υπό αυτό το πρίσμα, οι προσφέροντες εργασία αξίζουν τα προνόμιά τους, ακόμα και εάν δεν δημιουργούν νέα έσοδα για το δημόσιο ή νέες θέσεις εργασίας.

Η κυρίαρχη αυτή λογική έχει πολλά ονόματα. Στον πανεπιστημιακό κόσμο είναι γνωστή ως το «κατηφορικό φαινόμενο» (trickle-down effect), που αναφέρεται στην υπόθεση εργασίας ότι όσο το κεφάλαιο έχει ευνοϊκή αντιμετώπιση, αργά η γρήγορα αυξάνονται οι επενδύσεις και ωφελείται η βάση της πυραμίδας, που είναι ο μισθωτός. Μια ομιλία ενός επιχειρηματία, που έχει συνδέσει το όνομά του με το Amazon.com και την aQuantative, του Nick Hanauer, στο γνωστό TED forum, αμφισβητεί αυτή την αρχή.

Ας συγκρατήσουμε την ακόλουθη παρατήρηση:

«Όλοι όσοι είχαν ποτέ μια επιχείρηση, γνωρίζουν ότι η πρόσληψη είναι η τελευταία επιλογή ενός καπιταλιστή, κάτι που κάνουμε μόνο όταν η ζήτηση του πελάτη το απαιτεί. Υπό αυτό το πρίσμα, το ν’ αποκαλούμε τους εαυτούς μας δημιουργούς εργασίας, δεν είναι απλώς λάθος, αλλά ανειλικρινές».

Το επιχείρημά του είναι απλό. Χωρίς κατανάλωση, δεν υπάρχει εργασία. Και η συσσώρευση πλούτου μειώνει τελικά την κατανάλωση, γιατί ακόμα και εάν κάποιος έχει 1000 φορές τον πλούτο ενός μισθωτού, αυτό δε σημαίνει ότι θα καταναλώνει όπως 1000 μισθωτοί. Για την ακρίβεια, αυτή η αρχή είναι γνωστή από πολύ παλιά. Ένας από τους λόγους που δημιουργήθηκε το κοινωνικό κράτος, είναι για να μειωθούν οι αποταμιεύσεις, έτσι ώστε με τη σιγουριά της δωρεάν υγείας, παιδείας και πρόνοιας, ν’ αυξηθεί η κατανάλωση. Και πράγματι, σ’ εποχές όπου η εταιρική φορολογία ήταν πολύ μεγάλη στη Δυτική Ευρώπη, τη δεκαετία του 1960, η ανεργία ήταν ανύπαρκτη. Σήμερα, η Ευρώπη αναζητά τη μεσαία τάξη της δεκαετίας του 1960 στην Ασία, ενώ η ίδια δημιουργεί μια κοινωνική δομή που μοιάζει ολοένα και περισσότερο μ’ αυτήν της Ασίας του 1980.

Για μια ολόκληρη γενιά, η κρίση κατανάλωσης στην Ευρώπη αντιμετωπίσθηκε με τη συνειδητή αύξηση της παροχής ρευστότητας – υπό μορφή δανείων— στους μισθωτούς. Σήμερα, κατηγορούμε προηγούμενες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις για την ανεύθυνη αύξηση των εισοδημάτων και τους ίδιους τους μισθωτούς για την ανεύθυνη δανειοδότησή τους. Αλλά εάν πράγματι μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι το ΠΑΣΟΚ, δεν είναι ότι αύξησε το κοινωνικό κράτος, αλλά ότι το αύξησε με δανεικά, χωρίς μαζική αναδιανομή εισοδήματος (πλην της πρώτης τετραετίας του 1980, όπου είχαμε τη μεγαλύτερη αύξηση κατώτερου μισθού στην ελληνική ιστορία). Το νέο ευρωπαϊκό μοντέλο δεν αντιμετωπίζει την κρίση, επιχειρεί, κυριολεκτικά, να την εξάγει.

Η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και προϊόντων, σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να επιλέγουν φορολογικό καθεστώς της αρεσκείας τους. Για τον ίδιο λόγο, είτε κανείς εργάζεται για να αλλάξει την ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα, είτε ματαιοπονεί. Σε μια οικονομία όπως η ελληνική, που βασίζεται στη μικρομεσαία επιχείρηση, η μείωση των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία έχει πολλαπλασιαστικά αρνητικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι το 70% των εργοδοτών είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα, όχι μόνο κατακρημνίστηκε το εισόδημα μισθωτών, αλλά βασικοί παραγωγικοί συντελεστές, όπως η ενέργεια, ανατιμήθηκαν χάρη στην έμμεση φορολογία, εκμηδενίζοντας την όποια ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής. Για να το πούμε απλά, το καλύτερο εμπορικό ισοζύγιο που έχουμε, δεν βασίζεται στην αύξηση της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας, αλλά στη μείωση της κατανάλωσης και των εισαγωγών μας.

Χωρίς αναδιανομή, χωρίς αύξηση της καταναλωτικής δύναμης, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου είναι αυταπάτη. Η ιδέα ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα, με κεφάλαιο που έχει κόστος τριπλάσιο από αυτό της Βόρειας Ευρώπης, με ένα από τα πιο ακριβά τιμολόγια ενέργειας στην Ευρώπη, με ισοπεδωμένη εσωτερική αγορά, μπορεί να σταθεί στα πόδια της με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και ευκολότερες απολύσεις, είναι ουτοπικό. Η Ελλάδα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Ευρώπης, δεν μπορεί να εξάγει την κρίση της. Όμως, ακόμα κάνουμε αναλύσεις «περατών εξισώσεων» (έσοδα-έξοδα), χωρίς να υπολογίζουμε τον πολλαπλασιαστή της μείωσης των εισοδημάτων σε οποιαδήποτε οικονομία και ιδιαίτερα στην ελληνική. Εάν αυτή η συζήτηση δεν ανοίξει, τότε το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να μιλήσει ουσιαστικά για αλλαγή παραγωγικού μοντέλου. Και για να διαπραγματευτείς, πρέπει να ξέρεις πρώτα τι ζητάς.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου