Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Η ταξική φύση του ναζιστικού κόμματος – του Θανάση Παπαρήγα


Άρθρο του Θανάση Παπαρήγα ,στο περιοδικό«Επιστημονική Σκέψη»,1985 
ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ «ΝΥΧΤΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΑΧΑΙΡΙΩΝ»
Στις 30 Ιούνη 1934, ένα σοβαρό γεγονός συγκλόνισε τη νεοπαγή ακόμη χιτλερική Γερμανία: ο Ernst Röhm, επιστή­θιος φίλος του Αδόλφου Χίτλερ, συναγωνιστής του από την πρώτη στιγμή, ιδρυτής και αρχηγός των SA καθαιρέθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε μαζί με πολλούς συνεργάτες του. Στην πραγματικότητα, και αυτό δεν άργησε να γίνει γνωστό, ο Röhm και πολλοί άλλοι συνεργάτες του εκτελέστηκαν.
Πού οφειλόταν αυτό το αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών; Τι έκρυβε μέσα του και πίσω του;
Ας δούμε πρώτα το ιστορικό των γεγονότων. Όπως ξέρουμε, η κυβέρνηση με καγκελάριο τον Α. Χίτλερ ορκίζεται στις 30 Γενάρη 1933. Το NSDAP είναι πια κυβέρνηση. Αρχίζει μια 12ετία χιτλερικής δικτατορίας που σήμερα ξέρουμε ότι τελείωσε μέσα στα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι το πρώτο πρόβλημα που αντιμετω­πίζει. Οι αντίπαλοι της τσακίζονται γρήγορα, το κοινοβουλευ­τικό καθεστώς διαλύεται ουσιαστικά χωρίς αντίσταση, τίθεν­ται εκτός νόμου όλες οι οργανώσεις της εργατικής τάξης· και όμως η κυβέρνηση αυτή αντιμετωπίζει ένα σοβαρό και πιθανό­τατα απροσδόκητο πρόβλημα: τα SA.
Ας δούμε πρώτα τι είναι τα SA. Όπως δείχνει και το όνομα τους (Sturmabteilungen – Ομάδες Εφόδου) είναι μια οργάνω­ση παραστρατιωτικού χαρακτήρα. Ιδρύθηκαν στις 3 Αυγού­στου 1921 στο Μόναχο, την πόλη – λίκνο του Εθνικοσοσιαλισμού[1]. Στην αρχή παρουσιάστηκαν σαν αθλητικοί όμιλοι, γρή­γορα, όμως, εγκατέλειψαν τα προσχήματα και άρχισαν να εμφανίζονται ανοιχτά σαν οργανωμένες ένοπλες ομάδες, με φαιόχρωμη στολή, με βαθμούς κλπ.
Με την άνοδο του NSDAP στην εξουσία, αλλάζει, προς το ευρύτερο, φυσικά, και ο ρόλος των SA. Από απλός βοηθητικός σχηματισμός ενός κόμματος γίνονται βοηθητικός σχηματι­σμός του βασικού, στην αρχή, μοναδικού, σε συνέχεια, κόμμα­τος της κυβέρνησης. Παίρνουν και κρατικές αρμοδιότητες. Στις 22 Φλεβάρη 1933, με διάταγμα του υπουργού Εσωτερικών της Πρωσίας Hermann Göring τα SA μαζί με άλλες οργανώ­σεις παίρνουν αστυνομικά καθήκοντα. Οπλίσθηκαν, μάλιστα, και με ελαφρά όπλα πεζικού. Περιττό, φυσικά, να πούμε ότι όλα αυτά συνοδεύτηκαν από ένα εκτεταμένο λουτρό αίματος.

Τότε, πού βρισκόταν το πρόβλημα με τα SA; Απλούστατα, στο ότι άρχισαν να ζητούν — και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εφαρμόζουν — όσα είχε υποσχεθεί το NSDAP. Συγκεκριμέ­να το «Πρόγραμμα των 25 σημείων» του NSDAP πρόβλεπε, μεταξύ των άλλων: Καταστολή της τοκογλυφίας, μοίρασμα των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίαση τους στους μικροε­πιχειρηματίες σε χαμηλές τιμές και, τέλος, δημιουργία λαϊκού στρατού.
Η τάση αυτή των SA αντανακλούσε πραγματικές, αν και αλλοιωμένες, ταξικές αντιθέσεις, με κύριο εκφραστή της τον αρχηγό των SA Ernst Röhm.
Να και μερικές αποστροφές του τελευταίου την άνοιξη του 1934:
«Μερικοί δεν μας αγαπούν [τα SA, δηλ. — Θ.Π.] γιατί, σαν τοποθετημένοι από τον Αδόλφο Χίτλερ εγγυητές της αληθινής γερμανικής επανάστασης, δεν ανεχόμαστε να κυριαρχήσει και πάλι ένα πνεύμα γραφειοκρατισμού και ηγετοκρατίας, δειλίας και υποταγής, αλλά εννοούμε να παραμείνουμε επαναστάτες» (17/3/1934).
«Με ακατανόητη επιείκεια, το νέο καθεστώς στη Γερ­μανία κατά την κατάληψη της εξουσίας δεν απαλλάχτη­κε χωρίς δισταγμούς από τους φορείς του παλιού και του ακόμη παλιότερου συστήματος. Ακόμη σήμερα βρί­σκονται σε σημαίνουσες θέσεις άνθρωποι που η εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση δεν τους προκαλεί καμιά αί­σθηση. Αλλά θα τους τσακίσουμε οπωσδήποτε και αμεί­λικτα αν τολμήσουν να μετατρέψουν σε πράξη αυτές τις αντιδραστικές αντιλήψεις» (18/4/1934).
Η στάση αυτή σχετίζεται με την απογοήτευση πολλών οπα­δών του NSDAP που βλέπουν, κάπως θολά και αξεκαθάριστα, ότι η «δική τους» κυβέρνηση ακολουθεί και αυτή την πολιτική των προηγουμένων, δηλ. την πολιτική του μεγάλου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, όμως. στην αναταραχή υπάρχει και μια άλλη διάσταση: διάφοροι παλαιοσυντηρητικοί. με φασιστική κατεύ­θυνση κύκλοι κινούνται για την αντικατάσταση της κυβέρνη­σης του NSDAP από μια κυβέρνηση παρόμοια αλλά παραδο­σιακής συντηρητικής ή ίσως μοναρχικής κατεύθυνσης. Οι κύ­κλοι αυτοί έχουν σαν επίκεντρο τον Αντικαγκελάριο Franz von Papen. ο οποίος κινείται επίσης δραστήρια αυτή την πε­ρίοδο. Στις 17 Ιούνη 1934, εκφωνεί στους φοιτητές του Πανε­πιστημίου του Marburg ένα λόγο όπου. με ελάχιστα σκεπασμέ­να λόγια, καυτηριάζει την αδιαλλαξία των χιτλερικών που δεν εννοούσαν να μοιρασθούν την εξουσία με τις άλλες δυνάμεις της δεξιάς. Αυτά οι ηγέτες του NSDAP τα ξέρουν και έχουν ανησυχήσει. Προς αυτή την κατεύθυνση στρέφονται εν μέρει οι επιθέσεις του Goebbels ενάντια στην «αντίδραση». Αργότερα, ο ίδιος θα αποκαλέσει αυτούς τους κύκλους «αντιδραστική πτέρυγα της συνωμοσίας».
Στην πραγματικότητα, πίσω από όλα αυτά κρύβεται ένας άλλος πολύ πιο σοβαρός παράγων: η μεγάλη αστική τάξη. Αυτή η τελευταία είναι πανικόβλητη. Με τρόμο βλέπει τα SA να στρέφονται εναντίον της. Φοβάται αυτό το φαιοντυμένο τέρας, που σήκωσε τώρα το κεφάλι του ενάντια στον αφέντη του. Πρέπει να χαλιναγωγηθεί πριν είναι πολύ αργά.
Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες: Οι ξένες δυνάμεις. Η Γαλλία και η Αγγλία παρακολουθούν άγρυπνα την εξέλιξη. Δεν έχουν ακόμη καταλήξει στη θέση τους γι’ αυτό το νέο καθε­στώς. Η Γερμανία είναι ακόμη «φασκιωμένη» με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Δεν έχει στρατό και έτσι είναι υποχρεωμένη να αποφεύγει τις προκλητικές ενέργειες.
Από αυτό προέρχον­ται και οι συμφιλιωτικοί τόνοι των λόγων του Α. Χίτλερ στην περίοδο αυτή. Όμως, τα SA, παρασυρμένα από τον ίδιο τους τον εθνικιστικό πυρετό, οδηγούνται σε προβοκατορικές ενέρ­γειες. Αρχίζουν να επιτίθενται ενάντια σε ξένους διπλωμάτες στο δρόμο, να τους συλλαμβάνουν κλπ.
Στις 7 Ιούνη 1934, τα SA παίρνουν «άδεια» για όλο τον Ιούλη και ο Ernst Röhm αποσύρεται για την ίδια περίοδο στη λουτρόπολη της Άνω Βαυαρίας Bad Wiessee[2]. Εκεί θα εξοντωθούν όλοι στις 28 Ιούνη αρχίζοντας από τον Röhm. Η εκκαθάριση των SA θα είναι το σύνθημα για μια εκτεταμένη και αιματηρή εκκαθάριση λογαριασμών σε όλο το Ράιχ. Καταρχήν, στο Βερολίνο, όπου εκτελούνται οι συνεργά­τες του Αντικαγκελαρίου von Papen, που μένει ανενόχλητος.
Ανάμεσα στους νεκρούς είναι ό Edgar Jung, συγγραφέας του λόγου του von Papen της 17ης Ιούνη 1934, ό Gustav von Kahr, που ο Χίτλερ εκδικείται για την αποτυχία του πραξικο­πήματος του 1923; ο προκάτοχος του Χίτλερ στο αξίωμα του Καγκελαρίου στρατηγός Kurt von Schleicher και η γυναίκα του καθώς και ο συνεργάτης του στρατηγός Kurt von Bredow. Η Gestapo συλλαμβάνει και δολοφονεί στο Βερολίνο και τον Gregor Stasser ηγέτη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος; που είχε παραιτηθεί το Δεκέμβρη του 1932[3].
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών υπολογίζεται σε 1.076. Εδώ πρέπει να δούμε ότι οι νεκροί είναι «μόνο» τόσοι, γιατί η επιθυμία της Reichswehr είναι σαφής: τα SA πρέπει να αποκε­φαλισθούν; αλλά κάθε υπερβολική φθορά πρέπει να αποφευ­χθεί. Η συνολική δύναμη των SA είναι 2:900.000 άτομα και ή στρατιωτική τους εκπαίδευση τα έκανε απαραίτητα για το μελλοντικό στρατό που ετοιμάζεται.
Η μονοπωλιακή αστική τάξη έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Στις 5 Ιούλη 1934, η Deutsche Bergwerkszeitung, όργανο των ιδιοκτητών ορυχείων, έκανε λόγο για μια κλίκα φιλόδοξων που ήθελαν να αρχίσουν νέα πάλη για την εξουσία και εξέφρασε τη χαρά της για «τη γρήγορη επέμβασης της 30ης Ιούνη που μας έσωσε από αυτό τον κίνδυνο».
Αντίθετα, ανέβηκε πολύ ο ρόλος των SS (Schutzstaffeln). Αυτή ή σχετικά ολιγάριθμη ομάδα, κυρίως αρμοδιότητας σω­ματοφυλακής, δεν θα πάψει να ανεβαίνει και να καταλαμβάνει όλο και καινούργιες εξουσίες. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στην ενίσχυση της θέσης του Heinrich Himmler. Ο διοικητής της ομάδας των SS που πήρε μέρος στη σφαγή του Μονάχου), ό SS Gruppenführer Sepp Dietrich,[4] ως τότε αρχηγός της προ­σωπικής σωματοφυλακής του Χίτλερ, πήρε βαθμό στρατηγού. Όλες αυτές οι αλλαγές επισημοποιήθηκαν με το διάταγμα της 20ης Ιούλη 1934, όπου αναφέρονται «οι μεγάλες προσφορές των SS, ιδιαίτερα σε σχέση με τα γεγονότα της 30ης Ιούνη».
Ένα μήνα μετά τη δολοφονία των ηγετών των SA, ή χιτλε­ρική δικτατορία ολοκληρώνεται: Στις 2 Αυγούστου 1934, πε­θαίνει ο Πρόεδρος Paul Von Hindenburg. Ένας νέος νόμος — που, παραδόξως, έχει ημερομηνία 1η Αυγούστου 1934- ορί­ζει ότι «τα καθήκοντα του προέδρου του Ράιχ στο εξής ενώνονται με τα καθήκοντα του καγκελάριου. Συνεπώς, οι εξου­σίες του προέδρου του Ράιχ περνούν στον Führer και καγκε­λάριο Αδόλφο Χίτλερ». Ο von Blomberg δεν χάνει καιρό. Την ίδια ημέρα αναγγέλλει ότι ό στρατός ορκίζεται πιστή στον Αδόλφο Χίτλερ προσωπικά[5]και, μάλιστα, όχι μόνο πίστη αλλά και άνευ όρων υπακοή, Η χιτλερική μονοκρατορία είναι πια γεγονός τετελεσμένο.
Η ΤΑΞΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ NSDAP
Η δραματική σύγκρουση της 30 Ιούνη 1934 ήταν, κατά τη γνώμη μας, μια γραφική παράσταση της σχετικής αυτονομίας της πολιτικής απέναντι στα οικονομικά συμφέροντα που υπη­ρετεί. Από την άλλη μεριά, σαν να ήθελε να υπογραμμίσει τη βαθιά αντιφατικότητα του φαινομένου, το ιστορικό αυτό γεγο­νός έδειξε ότι τα συμφέροντα αυτά χρειάζονται αυτή τη σχετική αυτονομία σαν στοιχείο της άσκησης της εξουσίας ειδικά και της πολιτικής τους γενικότερα, σαν «συμπυκνωμέ­νης», αλλά όχι απλής και άμεσης έκφρασης της οικονομίας.
Το «Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (National Sozialistische Deutsche Arbeiter Partei = NSDAP) ήταν πάντα και έμεινε ως το τέλος το κόμμα που εξυπηρέτησε κατά τον πιο τέλειο; ως τώρα, τρόπο τα συμφέροντα της μεγά­λης αστικής τάξης, των κορυφών του μονοπωλιακού κεφα­λαίου. Τέτοιο ήταν και πριν το 1933, και μετά, τέτοιο έμεινε και ως τις 9 Μάη 1945.
Αυτό φαίνεται καθαρά από το δείκτη εκείνο που ενδιέφερε πιο πολύ το μονοπωλιακό κεφάλαιο: την πορεία των κερδών, Κάι δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχτεί ότι ή Κυβέρνηση του NSDAP εξασφάλισε συνθήκες εξαιρετικής σε έκταση και βά­θος συσσώρευσης κερδών, Η πορεία των τελευταίων υπήρξε πράγματι θεαματική, όπως δείχνει ό παρακάτω πινάκας:
Η ναζιστική 12ετία υπήρξε περίοδος ταχύτατης ανόδου των κερδών και των περιουσιών των μεγιστάνων, όπως μαρτυρούν όλα, χωρίς εξαίρεση, τα στοιχεία: Οι κρατικομονοπωλιακές μέθοδοι που τελειοποίησε ή εγκαινίασε το «1000χρονο Ράιχ») δεν ήταν τίποτε άλλο από μια παραχώρηση — συχνά-, με φανερά σκανδαλώδη τρόπο— όλης της γερμανικής οικονομίας σε μια χούφτα μεγάλων επιχειρήσεων. Αυτές οι επιχειρήσεις «τσέπωσαν» τα κολοσσιαία κέρδη της στρατιωτικοποίησης και της δουλικής εκμετάλλευσης των ξένων, ιδιαιτέρα «Ανατο­λικών» εργατών, αλλά και της λεηλασίας όλης της Ευρώπης. Αυτή η μυθικών διαστάσεων συσσώρευση — που εμφάνισε και χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου — εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την εντυπωσιακή ανάκαμψη της οδ Γερμανίας μετά το 1945.
Η συντριβή κάθε οργάνωσης των εργαζομένων έκανε τη δράση του NSDAP «θαυματουργή» και στον πολιτικό τομέα. Στη διάρκεια της εξουσίας του, οι εργαζόμενοι δεν διαμαρτυ­ρήθηκαν καθόλου ή σχεδόν καθόλου. Η ένταση της εκμετάλλευσης, μόνος τρόπος δημιουργίας και ενίσχυσης του τεράστιου πολιτικοβιομηχανικού συγκροτήματος μιας ιμπεριαλι­στικής δύναμης χωρίς αποικίες, «πέρασε» ανεμπόδιστα, Αρκετά πριν από τον πόλεμο, η ελεύθερη εκλογή θέσης εργασίας είχε καταργηθεί. Σε ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις όπως ή «Οργάνωση Todt» (Organisation Τodt – ΟΤ), είχαν επιβληθεί όχι μόνο στρατιωτικοί κανονισμοί, άλλα και στρατιωτικές στολές.[6]Τα πολιτικά κέρδη του κεφαλαίου ήταν και μακροπρόθεσμα. Καταρχήν, ο πόλεμος δεν φαίνεται να προκάλεσε σχεδόν καμιά κίνηση διαμαρτυρίας ή και απλής δυσαρέσκειας. Ένα δείγμα μας δίνει έκθεση του «Γερμανικού Μετώπου Εργα­σίας» (Deutsche Arbeitsfront – DAF), οργάνωσης που ήταν αρμόδια για την οργάνωση του εργατικού δυναμικού και την κίνηση του, του τέλους του 1942: «Το 1917, χάθηκαν σε πολι­τικές απεργίες περίπου 2.000.000 εργατοημέρες. Το 1918, ή­ταν 5.000.000 εργατοημέρες. Στο πολεμικό έτος 1942, κερδίθηκαν αμέτρητα εκατομμύρια προσθέτων εργατοημερών, χω­ρίς να υπολογίσουμε την εργασιακή απόδοση εκατομμυρίων επι­στρατευμένων ξένων εργατών» (η έμφαση δική μας).
Και όλα αυτά, χωρίς να υπολογίσουμε ένα άλλο πολιτικό κέρδος πολύ μεγάλης, όπως αποδείχτηκε, σημασίας: την σχε­δόν ολοκληρωτική εξόντωση όλων των επαναστατικών στοι­χείων και την απώλεια σχεδόν κάθε επιρροής τους.
Ποτέ πριν από την εγκαθίδρυση του Γ’ Ράιχ οι μεγάλοι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οι άμεσοι άνθρωποι τους δεν συμμετείχαν τόσο άμεσα στη διεύθυνση της οικονομίας, και αυτό παρά το γεγονός ότι στη Γερμανία οι σχέσεις κράτους-μεγάλου κεφαλαίου ήταν πάντα πολύ στενές. Κάτι περισσότε­ρο: ο Χίτλερ δεν το είχε σε τίποτε να αλλάξει τους στρατηγούς του με τη μεγαλύτερη ευκολία για παραπτώματα πολλές φορές φανταστικά ή συνήθως χωρίς να φταίνε. Αντίθετα, στις κορυ­φές των οικονομικών-διαχειριστικών υπηρεσιών της χιτλερικής Γερμανίας βλέπει κανείς πάντα αναδιανομή των ίδιων προσώπων: γενικών μετόχων, γενικών διευθυντών ή έμπιστων στελεχών των γιγάντων του χρηματιστηρίου[7]. Και κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον: Οι στρατηγοί του Χίτλερ ήταν —ή έγιναν— διάσημοι. Ποιος, όμως ξέρει τον Albert Pieg της SIEMENS ή τον Wilhelm Zangen της MANNESMAN; Αυτοί δεν άφησαν απομνημονεύματα. Η διακριτικότητα ήταν, άλλωστε, αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο.
Εδώ πρέπει να προστεθεί ότι η πολιτική εξουσία του NSDAP βοήθησε πολύ όχι μόνο τους καπιταλιστές ενάντια στους εργαζόμενους, αλλά και τους πολύ μεγάλους καπιταλι­στές ενάντια σε όλους τους υπολοίπους. Η συγκεντροποίηση, που το κράτος ενθαρρύνει ή και επιβάλλει, παίρνει πρωτοφα­νείς διαστάσεις: Το μέσο κεφάλαιο των μετοχικών εταιριών περνά από 2.300.000 (1932) σε 5.500.000 μάρκα (1943). Ο νόμος της 7ης Μάρτη 1939 φτάνει ως την κατάργηση των επιχειρήσεων που δεν έφταναν ένα ορισμένο minimum τζίρου, υποχρεώνοντας τους πρώην ιδιοκτήτες τους να γίνουν εργαζό­μενοι στη μεγάλη βιομηχανία. Στην περίοδο 1933-1939, ο αριθμός των επιχειρηματιών και των οικογενειών τους πέφτει από 11.247.000 σε 9.612.00 (-4,54%) και το ποσοστό τους στον πληθυσμό από 19,8% σε 16,2%.
* * *
Αλλά, τότε προβάλλει εξίσου αβίαστα και το ερώτημα: Αν το NSDAP έδειξε τέτοια συγκινητική φροντίδα για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, πώς εξηγείται τότε η ύπαρξη μέσα στα SA. την πρώτη και σπουδαιότερη οργάνωση του ενός ισχυρού ρεύματος που προβάλλει αιτήματα ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα και τις βλέψεις των «Μαικηνών» του; Άλλωστε, αυτά τα αιτήματα δεν ήταν τυχαία: Είχαν αναπτυχθεί και διακηρυχθεί επανειλημμένα από την ίδια την ηγεσία του NSDAP και τον Α. Χίτλερ προσωπικά.
Κατά τη γνώμη μας. η απάντηση βρίσκεται μέσα στην ίδια την αντιφατική φύση των κομμάτων, πολιτικών οργανισμών που εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα αλλά δεν ταυτίζονται μαζί τους και που τα εξυπηρετούν με το δικό τους. πολιτικό τρόπο.
Σαν πολιτικό κόμμα, το NSDAP ήταν από την αρχή φορέας μιας τέτοιας αντίφασης. Η πολιτική και η ιδεολογία του εξυπη­ρετούσαν από την αρχή τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπως άλλωστε έδειξε, από το 1920 κιόλας, το ιταλι­κό παράδειγμα. Έτσι εξηγείται και η ανοχή των αρχών απέναν­τι στις βιαιοπραγίες του που αντιμετωπίζονται σαν νεανικές τρέλες και, καμιά φορά. τιμωρούνται «πατρικά». Για την από­πειρα πραξικοπήματος του 1923. ο Χίτλερ θα τιμωρηθεί ουσια­στικά με 6 μήνες φυλακή και αυτό ύστερα από μια δίκη σκανδαλώδους επιείκειας!
Στη Γερμανία, αμέσως μετά τον πόλεμο, δημιουργήθηκαν μια σειρά αντεργατικών ενώσεων που αποτελούνταν από από­στρατους αξιωματικούς, τυχοδιώκτες και μπράβους. Τέτοιες οργανώσεις ήταν και τα «εθελοντικά σώματα» (Freikorps) που βοήθησαν στη συντριβή της Γερμανικής Επανάστασης. Η «α­ποστολή» τους ήταν να ασκούν τρομοκρατική δράση ενάντια σε εργάτες και αγρότες. Οι ενώσεις αυτές ήταν οι ένοχοι για όλες τις δολοφονίες αριστερών πολιτικών· από το 1919 ως το 1923. To NSDAP, που στην αρχή ήταν μια απ’ αυτές τις πολυάριθμες ενώσεις, κατέληξε να απορροφήσει όλες τις άλ­λες αντεργατικές συμμορίες.
Από το 1924 ως το 1929 τα μονοπώλια ενίσχυαν οικονομι­κά τις ναζιστικές συμμορίες τόσο όσο χρειάζονταν για να μην εξαφανιστούν. μετά όμως από το 1930 το NSDAP πλευρίζεται από το μεγάλο κεφάλαιο ευρύτερα, και όχι πια απλώς σαν μια πληρωμένη συμμορία για «χοντροδουλειές».
Ο Χίτλερ γίνεται δεκτός στα πιο αποκλειστικά άντρα των βιομηχάνων (παράδειγμα, η κλασική «συνεστίαση» στη λέσχη του Düsseldorf της 26ης Γενάρη 1932), τα μονοπώλια του εξασφαλίζουν τη δυνατότητα να πηγαίνει από πόλη σε πόλη με αεροπλάνο στη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών — πράγμα πολύ δύσκολο ακόμη τότε— του δίνουν εκατομμύρια κλπ.
Όμως, το NSDAP είναι ακριβώς αυτό που λέει η ονομασία του, δηλ. ένα πολιτικό κόμμα, και όχι ένας απλός εκτελεστικός μηχανισμός του μεγάλου κεφαλαίου, όπως θα ήταν πχ, μια νομική ή λογιστική εταιρία. Έρχεται σε επαφή και σύνδεση με μάζες, από τη φύση τους διαφορετικές από τα συμφέροντα που το NSDAP εκφράζει, και, έτσι, διαφοροποιείται και αυτό. Το ίδιο το όνομα του κόμματος είναι χαρακτηριστικό. Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα. Η μαζική βάση του NSDAP είναι κυρίως μικροαστική και, κατά πιο δεύτερο λόγο, μεσοαστική.
Μια στατιστική της 1ης Γενάρη 1935 μας δίνει μία εικόνα:
— Το 7,3% όλου του «επαγγελματικά απασχολούμενου πληθυσμού» του Ράιχ ανήκει στο NSDAP. Απ’ αυτό βλέπουμε ότι το NSDAP ήταν ένα τεράστιο κόμμα.
—Στο NSDAP ανήκε το 20% των δημοσίων υπαλλήλων (Beamten), ενώ στους δασκάλους και καθηγητές το ποσοστό έφτανε το 30%.
— Στο NSDAP ανήκει το 15% των «αυτοαπασχολουμέ­νων».
— Στο NSDAP ανήκει το 12% των «μη δημοσίων» υπαλ­λήλων (Angestellten).
— Το ποσοστό των βιομηχανικών εργατών που είναι μέλη του NSDAP είναι γύρω στο 5% του συνόλου των βιομηχανι­κών εργατών. Γενικά, λίγοι εργάτες έγιναν μέλη του NSDAP, παρά το όνομα του. Πριν το 1933, το NSDAP ούτε κατόρθωσε, αλλά ούτε έδειξε μεγάλη συνέπεια στην προσπάθεια να δη­μιουργήσει χωριστή οργάνωση εργατών[8]. Πολλοί επιφανείς ηγέτες του NSDAP δυσπιστούσαν απέναντι τους. Η «Εθνικοσοσιαλιστική Οργάνωση των Εργοστασίων» (Nazional – Sozialistische Betriebszellenorganisation – NSBO) είχε πάντα, ακόμη και μετά το 1933, ελάχιστα μέλη. Το 1935, διαγράφτηκε από τον κατάλογο των εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων. Ο ίδιος ο Χίτλερ «υπέδειξε» στο Συνέδριο του NSDAP του 1937 να μην παρελάσουν χωριστές ομάδες εργατών. Αυτό δείχνει καθαρά ότι δεν ήθελε τη χωριστή παρουσία των εργατών γιατί αυτό θύμιζε την ταξική πάλη ή, έστω, την ταξική «απόσταση». Σαν γνήσιο κόμμα της αστικής τάξης, το NSDAP δεν μπορού­σε να υποφέρει τη θέα των χωριστά οργανωμένων εργατών ούτε μέσα στα ίδια του τα πλαίσια.
— Το ποσοστό των αγροτών που ανήκε στο NSDAP ήταν ασήμαντο, πράγμα που εξηγείται από το ότι η συμμετοχή των αγροτών στα κόμματα ήταν πάντα στη Γερμανία πολύ μικρή[9].
Η έκθεση δεν αναφέρει στοιχεία για το βάρος των εκπρο­σώπων της μεγαλοαστικής τάξης μέσα στο NSDAP και αντί­στροφα. Ξέρουμε όμως ότι πάρα πολλοί απ’ αυτούς ήταν μέλη του. Αναμφίβολα, λόγω του πολύ μικρού τους αριθμού γενικά, ο σχετικός αριθμός τους στο NSDAP θα ήταν πολύ μικρός· το «ειδικό βάρος» του, όμως, ήταν τεράστιο.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το βασικό μαζικό στήριγμα του NSDAP ήταν — από άποψη οργανωμένης μαζικής βάσης, αλλά και εκλογικής βάσης — τα μεσαία στρώματα, ιδιαίτερα αυτά της πόλης. Αυτό χρησιμοποιήθηκε για να «ξαναγραφτεί», δηλ. να παραποιηθεί η ιστορία. Στη σειρά των άρθρων, μελε­τών κλπ, που γράφτηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την άνοδο στην εξουσία του NSDAP, προβλήθηκε συχνά το επιχείρημα: Αφού μέσα στο NSDAP βρίσκονταν κυρίως με­σαία στρώματα, το NSDAP ήταν το κόμμα των μεσαίων στρω­μάτων έτσι «βγαίνουν λάδι» τα μονοπώλια. Οι τοποθετήσεις αυτές «ξεχνούν» τη βασική ιστορική αποστολή του NSDAP: να συνδέσει τις μάζες με την πολιτική και την άσκηση της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου. Πράγμα που το NSDAP πέτυ­χε λαμπρά[10].
Για να το πετύχει, όμως, αυτό έπρεπε να γίνει αυτό ακριβώς που έγινε: ένας πολιτικός οργανισμός της αστικής τάξης, κατά συνέπεια ένας οργανισμός βαθιά αντιφατικός, που θα ήταν σε θέση να εκφράζει με ένα μαζικό τρόπο την πολιτική των μεγι­στάνων. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του επέβαλε την αντιφατικότη­τα του.
Εδώ, όμως, πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά: Η αντι­φατικότητα του NSDAP δεν σημαίνει συνύπαρξη στο εσωτερι­κό του αντιπάλων ισοτίμων παραγόντων. Σημαίνει αντανάκλα­ση στο εσωτερικό των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων, αλ­λά κάτω από την κυριαρχία ενός από τους πόλους, στη συγκε­κριμένη περίπτωση του μεγάλου κεφαλαίου, ο οποίος προσδιο­ρίζει τον πραγματικό ταξικό χαρακτήρα του Κόμματος. Η κυριαρχία αυτή εκφράζεται πολιτικοϊδεολογικά και «ψυχολο­γικά». Πράγμα που σημαίνει ότι η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης υπάρχει και μέσα στο κόμμα ή στα κόμματα της.
Η πορεία των πραγμάτων δείχνει ακριβώς αυτό: Ότι τα διάφορα στοιχεία του NSDAP, διαφορετικά και — ως ένα βαθμό — αντίθετα μεταξύ τους, βαδίζουν μαζί και μαθαίνουν βαθμιαία να προσαρμόζονται μεταξύ τους. Το ένα δεν μπορεί να κάνει χωρίς το άλλο.
Η προσαρμογή, όμως, δεν γίνεται ισότιμα. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι, ίσως, ούτε καν αμοιβαία. Στην πραγματι­κότητα, η μικροαστική μάζα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της πολιτικής της μεγαλοαστικής τάξης. Το ότι η τελευταία βαραίνει ασύγκριτα περισσότερο, το έδειξε στο μοιραίο εκείνο χειμώνα του 1932-33. To NSDAP, ύστερα από την πρώτη του εκλογική ήττα στις 6 Νοέμβρη 1932 και τις δημοτικές εκλογές της Θουριγγίας το Δεκέμβρη, βρίσκεται σε κατάσταση βαθιάς κρίσης και απειλείται — όπως λέει ο ίδιος Α. Χίτλερ — με «διάλυση». Κι όμως, λίγες μόνο μέρες μετά, στις 30 Γενάρη 1933, το ηττημένο κόμμα έγινε κυβέρνηση. Εκείνο που δεν μπορούσαν να κάνουν τα εκατομμύρια των οπαδών του το έκανε μία συνεννόηση μερικών ανθρώπων — αλλά τι ανθρώ­πων! — σε μία βίλλα της Κολωνίας. Αυτό πρέπει να έδειξε πολλά στα πιο διορατικά στοιχεία της ηγεσίας του NSDAP, που ανάμεσα τους περιλαμβανόταν και ο Α. Χίτλερ.
Άλλωστε, η πληρέστερη απόδειξη είναι η ίδια η τελική απόφαση του Α. Χίτλερ να συνταχθεί με την Reichswehr και την μεγαλοαστική τάξη ενάντια στα SA και στον Röhm, ο οποίος ήταν φίλος του από το 1920 και ήταν ο μόνος συνεργά­της του στον οποίο μιλούσε στον ενικό[11] Στο βαθμό που ταλαντεύεται, προσπαθεί να επιτύχει ένα συμβιβασμό μεταξύ τους. Ποτέ, όμως, δεν θα προσπαθήσει, και από πουθενά δεν βγαίνει ότι το σκέφτηκε καν, να θυσιάσει την Reichswehr στον Röhm.
Η ουσιαστική πρωτοκαθεδρία της μεγαλοαστικής τάξης φαίνεται και πριν από το 1933. Μετά το 1930, το NSDAP είναι ένα μαζικό κόμμα. Στα ταμεία του αρχίζουν και συρρέουν εκατομμύρια. Η κομματική κορυφή προσεγγίζει το μεγάλο κεφάλαιο. Δεν έλειψαν και εκείνοι που κατήγγειλαν από μέσα αυτά τα γεγονότα καθώς και περιπτώσεις σκανδαλώδους χρη­ματισμού, διαφθοράς κλπ. Κι όμως, οι μάζες των μικροαστών δεν είδαν καμιά ασυμβίβαστη αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτά και τη βίαιη αντικαπιταλιστική φρασεολογία του Κόμματος[12].
Χαρακτηριστική είναι η εξέλιξη των ηγετών του NSDAP. Αυτοί που πέρασαν στην «αθανασία» είναι αυτοί που πέρασαν και στην αστική τάξη.
Ο Hermann Göring π.χ., έγινε ο κλασσικός εκπρόσωπος του ναζιστικού γραφειοκρατικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και έφτασε να έχει «στο όνομα του» ένα ολόκληρο κρατικό μονοπώλιο. Η ειδική του θέση στο σύστημα του γερμανικού ιμπεριαλισμού εξηγεί την παθολογική του τάση προς την άμεση ληστεία. Σ’ αυτόν ανήκει η «αθάνατη» φράση προς τους υπαλλήλους του Ράιχ στα κατεχόμενα εδάφη, στις 6/8/1942: «Εννοώ απλά και καθαρά ληστεία και όχι μισές δουλειές!».
Την ίδια έντονη τάση έλλειψης σαφούς διαχωρισμού ανάμεσα στο δικό του χρήμα και το ξένο είχε και ο άλλοτε τόσο βίαιος στις αντικαπιταλιστικές του διακηρύξεις Joseph Goebbels[13].
Στην πραγματικότητα, το κομμάτι αυτό της ηγεσίας του NSDAP εξελίσσεται –στο βαθμό, βέβαια, που δεν είχε ήδη εξελιχθεί- σε ομάδα αστών επαγγελματιών πολιτικών ειδικού είδους ή, έστω, ειδικής «τεχνικής». Υπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και θεωρεί πολύ φυσικό να επωφελείται απ’ αυτό.
Εδώ αξίζει να σταθούμε και σε ένα άλλο σημείο: Όπως είδαμε, μετά τις 30 Ιούνη 1934, τα SS είχαν μια λαμπρή καριέρα. Και με τέτοια λαμπρή καριέρα, τι άλλο να έκαναν; Έγιναν επιχειρηματίες.
Τα SS εμπορεύονταν κάτι που τα μονοπώλια χρειάζονταν επιτακτικά στη διάρκεια, ιδιαίτερα, του πολέμου: εργατική δύναμη. Κοντά σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανεγέρθηκαν εργοστάσια παραγωγής πολεμικών ειδών και τα SS «νοίκιαζαν» το εργατικό δυναμικό, στέλνοντας εκεί κρατούμενους επί πληρωμή.
Ας αντέξουμε για λίγο το απωθητικό θέαμα αυτή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, πραγματικά ακραίου δείγματος στρατιωτικογραφειοκρατικού κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την άψογη οργάνωση της στατιστικής και, προπάντων, της λογιστικής παρακολούθησης. Κατά κανόνα, η «ταρίφα» ήταν 6 μάρκα την ημέρα για έναν ειδικευμένο εργάτη και 4 για ένα βοηθητικό. Στο στρατόπεδο του Dachau τα κέρδη ήταν 2.000.000 μάρκα το μήνα. Τα συνολικά κέρδη μιας περιόδου 21 μηνών από την ενοικίαση όλων των αρρένων κρατουμένων τουBuchenwald ήταν 84.877.929,31 μάρκα δηλ. 4.041.806,1 μάρκα το μήνα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών υπηρεσιών των SS, το μέσο κέρδος από ένα κρατούμενο –με μέσο όρο ζωής 9 μηνών- ήταν 1631 μάρκα.
Πίσω απ’ αυτούς τους υπολογισμούς, πρέπει να δούμε το γεγονός ότι από τα 14.000.000 άτομα που μεταφέρθηκαν στην Γερμανία από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη από τότε που ο Gauleiter της Θουριγγίας Fritz Sauckel ανέλαβε τη θέση του «Γενικού Πληρεξουσίου Κινητοποίησης Εργατικού Δυναμικού» (21 Μάρτη 1942), τα 7.000.000 πέθαναν.
Η «σύμφυση» SS – μεγαλοαστικής τάξης γίνεται όλο και πιο στενή. Να τι γράφει, στις 12 Απρίλη 1941, ο O. Ambros, διευθυντής του υποκαταστήματος του τραστ I. G. Farben στο Ludwigshafen, σε επιστολή του προς τους διευθυντές του τραστ στη Φρανκφούρτη Ter Meer και Straus:
«Στις 7 Απρίλη έγινε στο Kattowitz η καταστατική ιδρυτική συνέλευση. Διάφορες αντιδράσεις των μικροχαρτογιακάδων ξεπεράστηκαν γρήγορα. Ο Dr. Eckel συμπεριφέρθηκε πολύ καλά και η καινούρια μας φιλία με τα SS δίνει εξαιρετικά αποτελέσματα».
* * *
Με βάση όλα τα παραπάνω πρέπει κανείς να δει και ένα άλλο παράλληλο φαινόμενο: την ύπαρξη δυο ομάδων χαρακτηριστικών των κομμάτων τις οποίες, μη έχοντας άλλη πιο δόκιμη ονομασία, θα ονομάσουμε ομάδα ουσιωδών χαρακτηριστικών και ομάδα μη ουσιωδών χαρακτηριστικών.
Ουσιώδη είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθορίζουν την πραγματική ουσία του κόμματος, την πραγματική του, ας πούμε, «ψυχή». Καθορίζουν δηλ. τον πραγματικό του ρόλο και την πραγματική του στάση, πέρα από τις αναπόφευκτες αντιφάσεις της ζωής; Τις απότομες αλλαγές, τις διαφορές των προσώπων ή ακόμη και τις τακτικές προσαρμογές. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα, που πηγάζουν από την ίδια την τάξη, της οποίας το κόμμα εκφράζει τα συμφέροντα.
Στην περίπτωση του NSDAP και των οργανώσεων που δημιούργησε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ήταν:
α. Ο φασιστικός εθνικισμός ρατσιστικού τύπου. Η εθνικιστική μυθολογία χρησίμευε για τη νοητική δημιουργία της «λαϊκής κοινότητας», δηλ. μιας εθνικά και πολιτιστικά ομοιογενούς κοινωνίας όπου δεν υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις. Η μη ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων, δεν σημαίνει καθόλου κατάργηση των τάξεων. Σημαίνει, αντίθετα, αποδοχή της διαφορετικής ταξικής τοποθέτησης. Στη ναζιστική «λαϊκή κοινότητα» όλοι έχουν «ίση» θέση, απλώς η θέση τους «διαφέρει». Στην ουσία πρόκειται για μια κοινωνία αυστηρά ιεραρχημένη και πειθαρχημένη στην υπηρεσία του μονοπωλιακού κεφαλαίου[14].
Πολύ ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μας, είναι μια άποψη που εξέφρασε γι’ αυτό το θέμα ο ίδιος ο Α. Χίτλερ:
«Πρέπει, λοιπόν, να προβλέψουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία θα μπει ολόκληρη η ζωή κάθε ατόμου. Αυτό σημαίνει σοσιαλισμός και όχι η οργάνωση δευτε­ρευόντων πραγμάτων, όπως το πρόβλημα της ατομικής ιδιοκτησίας ή των μέσων παραγωγής»[15]. .
β. Ο αντικομμουνισμός και ο αντιμπολσεβικισμός. Στις γραμ­μές του NSDAP κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος ένας φανατικός, μέχρι αρρωστημένου βαθμού, αντικομμουνισμός. Ο αντικομμουνισμός αυτός φτάνει ως το σημείο της ήρεμης αντιμετώπισης του κομμουνισμού — με την εξής έννοια: γιατί να λογοφέρει κανείς με ένα εχθρό apriori καταδικασμένο; Στη διάρκεια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης η αντικομμουνιστική μανία παίρνει μια ιδιόμορφη αλλά χαρακτηριστική έκφραση: συχνά, οι κομμουνιστές κατηγορούνται ότι δεν είναι αρκετά αδιάλλακτοι, ότι έχουν «ξεπουληθεί στο μεγάλο κεφάλαιο» κλπ.!
Ο μανιακός αντικομμουνισμός του NSDAP εκφράζει, φυ­σικά, τον πανικό της αστικής τάξης. Το ότι, όμως, γίνεται λόγος κυρίως για «μπολσεβικισμό» και όχι για «κομμουνι­σμό» δεν είναι τυχαίο. Αποτελεί προσπάθεια «ιδεολογικοποίησης» δυο ζωτικής σημασίας σχεδίων της αστικής τάξης:
- Κατάληψη της ΕΣΣΔ και αξιοποίηση της.
- Εξόντωση του σοσιαλισμού σαν κρατικής οντότητας και σταθεροποίηση του ιμπεριαλισμού κάτω από γερμανική ηγεσία.
γ. Η έμμονη ιδέα του κινδύνου της επανάστασης και της ανάγ­κης να προληφθεί ή να καταπνιγεί. Οι ηγέτες του NSDAP δεν δίσταζαν να κάνουν επαναστατικά κηρύγματα και να αποκα­λούν την κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους «Εθνικοσοσιαλιστική Επανάσταση». Στην πραγματικότητα, όμως. ο αντιεπαναστατισμός κυριαρχούσε στις γραμμές τους μέχρι του σημείου της έμμονης ιδέας.
Καταρχήν, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξης του. το NSDAP στρέφεται ακράτητο ενάντια στους «εγκληματίες του Νοέμβρη», εννοώντας του Νοέμβρη του 1918. Το σχήμα ήταν το εξής: «Οι εγκληματίες» αυτοί ξεσηκώθηκαν, το Νοέμβρη του 1918, καταστρέφοντας το εσωτερικό μέτωπο και καταδι­κάζοντας το στρατό στην ήττα. Έτσι, απαλλάσσεται και από κάθε ευθύνη και ο στρατός και δημιουργείται και ο περίφημος «θρύλος του πισώπλατου χτυπήματος με το εγχειρίδιο» (Dolchstosslegende). Φυσικά, η άποψη αυτή δείχνει ότι οι οπαδοί της, από άγνοια ή συμφέρον, χειρίζονται πολύ «ελεύθερα» την ιστορική αλήθεια, αφού δεν βλέπουν ότι, το Νοέμβρη του 1918, η Γερμανία ήταν, ούτως ή άλλως, χαμένη και ότι η Επανάσταση του 1918 ήταν το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της κατάρρευσης.
Πάντως, οι ηγέτες του NSDAP ούτε μπορούσαν ούτε ήθε­λαν να τα καταλάβουν όλα αυτά. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να διακηρύττουν συνεχώς και σε όλους τους τόνους ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να ξαναγίνει στη Γερμανία. Στα τέλη Ιούνη 1944. ενώ η στρατιωτική ήττα είναι πια φανερή σε κάθε αμερόληπτο παρατηρητή, ο ίδιος ο Α. Χίτλερ, μιλώντας σε ομάδα βιομηχάνων και στρατηγών, αισθάνεται την ανάγκη να τους διαβεβαιώσει ότι «στη σημερινή Γερμανία δεν μπορεί να γίνει καμία επανάσταση». Ενδιαφέρον έχει να παρατηρηθεί ότι ο αντι-επαναστατισμός φαίνεται να αποτελεί το υπόβαθρο και άλλων ιδεών των ηγετών του NSDAP. όπως. π.χ. του αντι­σημιτισμού!. Η αντίληψη της έννοιας του «εβραιομπολσεβικισμού» δεν μας φαίνεται τυχαία. Και, άλλωστε, ο Heinrich Himmler τονίζει: «Η περιοχή του κόσμου που δεν έχει κανένα εβραίο είναι άτρωτη απέναντι σε κάθε επανάσταση».
Ο αντι-επαναστατισμός του NSDAP ακολουθεί κατά πόδας τις διαθέσεις της μεγάλης αστικής τάξης, η οποία, όπως δεί­χνει καθαρά ο λόγος του Χίτλερ του Ιούνη 1944. φοβάται όχι τόσο την ήττα όσο την επανάσταση.
Φυσικά, εδώ παραλείπουμε την εκτενή αναφορά σε μια σειρά ουσιώδη χαρακτηριστικά του NSDAP που βρίσκονται κάπως έξω από το άμεσο ενδιαφέρον του θέματος μας.
— Ο πλήρης ανορθολογισμός, αντανάκλαση της προσπάθειας της αστικής τάξης να ξεφύγει από μια πραγματικότητα που της ξεφεύγει, του φόβου της απέναντι στο μαζικό κίνημα, καθώς και προσπάθεια «δικαιολόγησης» της ωμής βίας ενάντια στις μάζες.
— Η λατρεία του αρχηγού, αντανάκλαση των βλέψεων της μεγαλοαστικής κορυφής για μια «ισχυρή εξουσία».
— Το μίσος ενάντια στην εργατική τάξη σαν «προλεταριάτο», έκφραση του φόβου της μεγάλης αστικής τάξης απέναντι στο προλεταριάτο.
Στα κόμματα υπάρχουν και τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά. Είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ανάγονται στη σφαίρα της «τεχνικής» της εξυπηρέτησης των «ουσιωδών».
Στο NSDAP τέτοια χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα η «σο­σιαλιστική» και «εργατική» του εμφάνιση, που έφθασε ως και την ονομασία του. Αυτή η πλευρά του NSDAP δεν αντανα­κλούσε τον πραγματικό του χαρακτήρα και απλώς υπηρετούσε τα «ουσιώδη» χαρακτηριστικά του.
Εδώ παρακαλούμε τον αναγνώστη να αποφύγει μία σοβαρή παρανόηση: η διάκριση ανάμεσα στα ουσιώδη και τα μη ουσιώ­δη χαρακτηριστικά που κάναμε παραπάνω, δεν σημαίνει καθό­λου διαίρεση ανάμεσα σε αναγκαία και μη αναγκαία χαρακτηριστικά. Και αυτό γιατί και οι δυο ομάδες είναι αναγκαίες σε ένα αστικό κόμμα. Χωρίς τα μη ουσιώδη χαρακτηριστικά, τα ου­σιώδη δεν μπορούν να βρουν την πολιτική τους ολοκλήρωση και εφαρμογή, άρα είναι άχρηστα.
Αυτό το βλέπουμε και στο NSDAP, που διατηρεί και τις δύο ομάδες χαρακτηριστικών και μετά τις 30 Ιούνη 1934. Ανάμεσα στα αναρίθμητα παραδείγματα, παίρνουμε μία δήλω­ση του ίδιου του Α. Χίτλερ στο Reichstag τον Ιούλη του 1940, (δηλ. μετά την έναρξη του πολέμου):
«Πρόθεση μου δεν ήταν ο πόλεμος, αλλά η δημιουργία ενός νέου κράτους, σοσιαλιστικού, που θα απολάμβανε τον πιο υψηλό πολιτισμό»[16].
* * *
Κλείνοντας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η πολιτική του NSDAP αποτελεί ολοκλήρωση φαινομένων των οποίων αρχικά σημεία παρατήρησαν στην εποχή τους οι κλασικοί του επιστημονικού κομμουνισμού.
Μερικά «παραδείγματα» συναντάμε στη 18η Brumaire. Εν­διαφέρον έχει επίσης μια παρατήρηση που κάνει ο Λένιν το 1920 γι’ αυτούς που αποκαλεί «αντιδραστικούς επαναστάτες». Σαν παράδειγμα φέρνει τη στάση των μελών των «Μαύρων Εκατονταρχιών» το 1905, τα οποία, από τη μεριά κυνηγού­σαν τους μπολσεβίκους και, από την άλλη, ζητούσαν τη δήμευ­ση της γης των ευγενών[17]. Φυσικά, κάθε σύγκριση με τη Ρωσία μπορεί να γίνει μόνο mutatis mutandis (σημείωση Ε.Α.: η λατινική αυτή φράση σημαίνει “τηρουμένων των αναλογιών”). Στο παράδειγμα του Λένιν έχουμε ένα φαινόμενο που εκφράζει την επαναστατική κατάρρευση, έστω και βαθμιαία, μιας κοινωνίας που κυοφορεί την Επανάσταση, και που δεν μπορεί να απαλλαγεί απ’ αυτή. Στη Γερμάνια έχουμε, αντίθετα, μια κοινωνία που δεν κυοφο­ρεί την Επανάσταση και έχει πια πάρει την αντιδραστική κατηφόρα. Σημειώνουμε πάντως ότι, στην ίδια εκείνη ευκαι­ρία, ο Λένιν αναφέρει το παράδειγμα «ενός καθυστερημένου αγρότη της Α. Πρωσίας» — η Α. Πρωσία υπήρξε, σε συνέχεια, ένα από τα προπύργια του NSDAP — ο οποίος δηλώνει σε μία εφημερίδα ότι «πρέπει να επιστρέψει ο Γουλιέλμος γιατί δεν υπάρχει τάξη στη χώρα αλλά αυτή τη φορά να ακολουθήσει τους μπολσεβίκους».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Όπως είναι γνωστό, ο ταξικός χαρακτήρας ενός κόμματος καθορίζεται από τους εξής πέντε βασικούς παράγοντες: την πρακτική του, την κοινωνική του σύνθεση τόσο σε επίπεδο εκλογικής και οργανωμένης βάσης όσο και σε επίπεδο ηγε­σίας, τον τρόπο οργάνωσης του, το πρόγραμμα τού και την ιδεολογία του[18].
Όπως είδαμε, το NSDAP με την πολιτική του πρακτική εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της πιο αντιδραστικής μερίδας των μονοπωλίων καθώς και αυτά της μεγαλοαστικής τάξης συνολικά: τα κέρδη αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς, ενώ διαλύ­θηκαν όλες οι οργανώσεις της εργατικής τάξης.
Η ηγεσία του, με την άνοδο στην εξουσία, εντάχθηκε στην μεγαλοαστική τάξη. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς όπως ο Göring και τα SS έγιναν, όπως σημειώσαμε, οι ίδιοι καπιταλι­στές επιχειρηματίες. Αντίθετα, το κομμάτι της ηγεσίας του που δεν είχε άμεση σχέση με τα μονοπώλια, και εξέφραζε —με παραμορφωμένο τρόπο— ορισμένες διαθέσεις των πληβειακών μαζών που ακολουθούσαν το NSDAP, εξοντώθηκε.
Η εκλογική του βάση, όπως έδειξαν οι εκλογές που έγιναν μέχρι το 1932, καθώς και οι πρώτες και τελευταίες εκλογές που έγιναν υπό το ναζιστικό καθεστώς (5 Μάη 1933), ήταν κύρια τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, ενώ η οργανω­μένη βάση του αποτελείτο βασικά από μεσαία στρώματα της πόλης.
Όπως σημειώσαμε, η δικτατορία των μονοπωλίων υπάρχει και μέσα στο NSDAP μια βασική πλευρά αυτής της δικτατο­ρίας ήταν ο τρόπος οργάνωσης του, ένας τρόπος γραφειοκρατι­κά συγκεντρωτικός, προσωποπαγής που βασίζονταν στην «αρ­χή του Führer».
Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ιδεολογίας και του προ­γράμματος του, αυτά που εφάρμοσε και στην πολιτική του πρακτική, ήταν ο ανορθολογισμός, ο παθολογικός αντικομμουνισμός και άντι-επαναστατισμός, η λατρεία της δύναμης και του «ισχυρού άνδρα», το μίσος ενάντια στο προλεταριάτο, ο ρατσισμός, το μίσος ενάντια στις «κατώτερες φυλές» κ.ά.
Πηγές αυτών των αντιλήψεων ήταν οι ιδέες της ίδιας της αστικής τάξης στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, οι ιδέες που εκφράζουν την αντίδραση σ’ όλη τη γραμμή των μονοπωλίων.
Παράλληλα, προκειμένου να ενσωματώσει και υποτάξει τις μικροαστικές μάζες, το πρόγραμμα και η ιδεολογία του ναζι­σμού περιείχε και μη ουσιώδη χαρακτηριστικά: εκφυλισμέ­νες, διαστρεβλωμένες μορφές ιδεών που προέρχονται από τις λαϊκές μάζες, όπως είναι δημαγωγικός αντικαπιταλισμός, μία αντιμονοπωλιακή φρασεολογία κ.ά. Οι ιδέες αυτές, που ουδέ­ποτε εφαρμόστηκαν στην πράξη, ήταν απαραίτητες —σαν τεχνική— για να λειτουργήσει το NSDAP σαν πολιτικό κόμ­μα της μονοπωλιακής αστικής τάξης, για να υποτάξει και ενσωματώσει τις μάζες στην ανοιχτή δικτατορία της πιο αντι­δραστικής μερίδας του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Η πηγή λοιπόν του φασισμού είναι το ίδιο το μονοπωλιακό κεφάλαιο —και όχι κάποιες έμφυτες βιολογικές ή ψυχολογι­κές ορμές του ανθρώπου, όπως ισχυρίζονται διάφοροι αστοί και μικροαστοί ιδεολόγοι. Και η γνώση αυτή της πηγής και, το κυριότερο, ή πάλη εναντίον της μέχρι την οριστική συντριβή της αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να μην ξαναεμφανισθεί η τραγωδία του ναζισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου