Η νίκη της Καγκελαρίου Μέρκελ για τρίτη φορά, δεν αποτέλεσε έκπληξη. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα αρκέστηκε να γεμίσει τους δρόμους με αφίσες που είχαν την εικόνα της Mutti (μαμάς) που οδηγεί τους Γερμανούς σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα κρίσης και τους βγάζει στεγνούς.
Οι Ευρωσκεπτικιστές ήθελαν επιστροφή στο Μάρκο. Ελκυστικό σύνθημα, αλλά τελικά αρκετά ρηχό και, εκ του αποτελέσματος, όχι αρκετά ελκυστικό. Η κ. Μέρκελ αντέτεινε ότι θέλει μια ισχυρή Γερμανία στην Ευρώπη, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός Τύπος βοά ότι πρόκειται για μια γερμανική Ευρώπη. Είναι δύσκολο να πείσει κανείς το μέσο Γερμανό ότι η επιστροφή στο μάρκο είναι «η λύση στην κρίση», αφού η Γερμανία δε φαίνεται να έχει κρίση και άρα δεν αναζητά λύση. Άλλωστε, υπό την Καγκελαρία της Μέρκελ έσπασε το μεταπολεμικό ταμπού να λέει κανείς ανοικτά «είμαι περήφανος που είμαι Γερμανός», εκτός και εάν νομίζει κανείς ότι η μανία της Καγκελαρίου με το ποδόσφαιρο δεν ενέχει κανέναν άλλον πολιτικό συμβολισμό.
Οι Φιλελεύθεροι ήθελαν την παραδειγματική τιμωρία της Ελλάδας. Και η Καγκελάριος το έκανε. Όχι μόνο το έκανε, αλλά εμφανίστηκε να διατηρεί και μια ηθική ανωτερότητα στο ακροατήριό της. Έτσι, η Ευρώπη έμαθε ότι οι λέξεις «αμαρτία» και «χρέος», στα γερμανικά είναι ομόηχες και συνώνυμες. Και εάν ήθελαν οι Φιλελεύθεροι ν’ αμφισβητήσουν τους χειρισμούς της, θα έπρεπε να δικαιολογήσουν γιατί παρέμειναν στην κυβέρνηση.
Οι Πράσινοι έκαναν σημαία τους για μια γενιά την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας. Συμμετείχαν σε μια σειρά από κυβερνήσεις, αλλά τελικά η Καγκελάριος Μέρκελ ήταν αυτή που πήρε τη δεσμευτική απόφαση. Και σε κάθε περίπτωση, οι Πράσινοι, σε ορισμένα κρατίδια συγκυβερνούν με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Και φτάνουμε στους Σοσιαλδημοκράτες. Εξερχόμενοι από μια κυβέρνηση στην οποία είχαν αναλάβει την ευθύνη της οικονομικής διακυβέρνησης, δεν είχαν πού να σταθούν. Χώρια που τους κυνηγά ακόμα η ατζέντα 2000, που ουσιαστικά αποτέλεσε τη βάση αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας της Γερμανίας, που οδήγησε στους 15 εκατομμύρια εργαζόμενους φτωχούς και μερικώς απασχολούμενους. Το μόνο που είχε το SPD να προσάψει στην Καγκελάριο Μέρκελ, ήταν ότι τους κλέβει το πρόγραμμα και τις ιδέες. Το απλό μάθημα εδώ είναι το εξής: όταν ο κυρίαρχος λόγος είναι συγκεκαλυμμένα συντηρητικός, ο κόσμος ρέπει προς την αυθεντική ερμηνεία της μίας και μόνης αφήγησης. Γιατί όσο και να κατηγορεί το SPD την κ. Μέρκελ, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι αυτοί που εδώ και μια γενιά κάνουν κάθε χρόνο και από ένα νέο «ιστορικό συμβιβασμό».
Το κλειδί της επιτυχίας της κ. Μέρκελ, ήταν και είναι διττό. Πρώτον, η αφήγησή της έχει συνοχή και δεν υποτιμά τη νοημοσύνη του μέσου Γερμανού. Δεύτερον, η Καγκελάριος ακούει και ενσωματώνει τις προτάσεις της αντιπολίτευσης, στο βαθμό που αυτές είναι τελικά συνεπείς με τη συντηρητική της αφήγηση. Αυτό δεν είναι και πολύ δύσκολο.
Η πολιτική της είναι όντως φιλελεύθερη, αφού για παράδειγμα το λογαριασμό για την «πράσινη ανάπτυξη» της Γερμανίας, θα τον σηκώσει ο καταναλωτής και όχι η βιομηχανία. Όντως, όταν η κ. Μέρκελ λέει ότι η Ευρώπη έχει 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και 50% των κοινωνικών δαπανών, μιλά απερίφραστα για την ισοπέδωση του κοινωνικού μοντέλου. Τι να της πουν οι Πράσινοι; Τι να της πουν οι Φιλελεύθεροι; Τι να της πουν οι Σοσιαλδημοκράτες; Τι να της πουν, εκτός βέβαια από το να την κατηγορήσουν ότι τους πήρε την ευρεσιτεχνία, γεγονός που στην πολιτική δε θεωρείται ιδιαίτερα κακό. Στο κάτω-κάτω, το να ισχυριστεί ότι αντλεί «καλές ιδέες» απ’ όπου και εάν προέρχονται, δεν είναι εις βάρος της.
Το βασικό συμπέρασμα είναι το εξής: Η κ. Μέρκελ δεν είχε αντίπαλο επί της ουσίας. Το μόνο που δεν μπορεί να προσάψει κανείς στην κ. Μέρκελ, είναι ότι ξεσηκώνει τα πλήθη με το επικοινωνιακό της χάρισμα. Έτσι, ο πολιτικός λόγος ξεπέφτει σε προσωπικές επιθέσεις: Ότι είναι η κ. Θάτσερ, ότι είναι Ανατολικογερμανίδα, κ.ο.κ. … Επειδή η Γερμανία δεν είναι Ιταλία, ευτυχώς, κανένας δεν επισήμανε επίσης ότι είναι και γυναίκα. Το μόνο που κανείς δεν της είπε είναι ότι διαφωνεί με τους βασικούς της χειρισμούς. Και είναι εύκολο να πείσεις κάποιον όταν δεν διαφωνεί. Θρίαμβος λοιπόν; Ναι, η Μέρκελ είναι ένα είδος πολιτικού Μίδα. Αλλά εύκολα κερδίζεις ένα αγώνα δρόμου χωρίς αντίπαλο. Στην πραγματικότητα, η Σοσιαλδημοκρατία ηττήθηκε, αρνούμενη να υπηρετήσει αξίες που δεν είναι σίγουρη ότι έχει.
Οι Ευρωσκεπτικιστές ήθελαν επιστροφή στο Μάρκο. Ελκυστικό σύνθημα, αλλά τελικά αρκετά ρηχό και, εκ του αποτελέσματος, όχι αρκετά ελκυστικό. Η κ. Μέρκελ αντέτεινε ότι θέλει μια ισχυρή Γερμανία στην Ευρώπη, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός Τύπος βοά ότι πρόκειται για μια γερμανική Ευρώπη. Είναι δύσκολο να πείσει κανείς το μέσο Γερμανό ότι η επιστροφή στο μάρκο είναι «η λύση στην κρίση», αφού η Γερμανία δε φαίνεται να έχει κρίση και άρα δεν αναζητά λύση. Άλλωστε, υπό την Καγκελαρία της Μέρκελ έσπασε το μεταπολεμικό ταμπού να λέει κανείς ανοικτά «είμαι περήφανος που είμαι Γερμανός», εκτός και εάν νομίζει κανείς ότι η μανία της Καγκελαρίου με το ποδόσφαιρο δεν ενέχει κανέναν άλλον πολιτικό συμβολισμό.
Οι Φιλελεύθεροι ήθελαν την παραδειγματική τιμωρία της Ελλάδας. Και η Καγκελάριος το έκανε. Όχι μόνο το έκανε, αλλά εμφανίστηκε να διατηρεί και μια ηθική ανωτερότητα στο ακροατήριό της. Έτσι, η Ευρώπη έμαθε ότι οι λέξεις «αμαρτία» και «χρέος», στα γερμανικά είναι ομόηχες και συνώνυμες. Και εάν ήθελαν οι Φιλελεύθεροι ν’ αμφισβητήσουν τους χειρισμούς της, θα έπρεπε να δικαιολογήσουν γιατί παρέμειναν στην κυβέρνηση.
Οι Πράσινοι έκαναν σημαία τους για μια γενιά την κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας. Συμμετείχαν σε μια σειρά από κυβερνήσεις, αλλά τελικά η Καγκελάριος Μέρκελ ήταν αυτή που πήρε τη δεσμευτική απόφαση. Και σε κάθε περίπτωση, οι Πράσινοι, σε ορισμένα κρατίδια συγκυβερνούν με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Και φτάνουμε στους Σοσιαλδημοκράτες. Εξερχόμενοι από μια κυβέρνηση στην οποία είχαν αναλάβει την ευθύνη της οικονομικής διακυβέρνησης, δεν είχαν πού να σταθούν. Χώρια που τους κυνηγά ακόμα η ατζέντα 2000, που ουσιαστικά αποτέλεσε τη βάση αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας της Γερμανίας, που οδήγησε στους 15 εκατομμύρια εργαζόμενους φτωχούς και μερικώς απασχολούμενους. Το μόνο που είχε το SPD να προσάψει στην Καγκελάριο Μέρκελ, ήταν ότι τους κλέβει το πρόγραμμα και τις ιδέες. Το απλό μάθημα εδώ είναι το εξής: όταν ο κυρίαρχος λόγος είναι συγκεκαλυμμένα συντηρητικός, ο κόσμος ρέπει προς την αυθεντική ερμηνεία της μίας και μόνης αφήγησης. Γιατί όσο και να κατηγορεί το SPD την κ. Μέρκελ, οι Σοσιαλδημοκράτες είναι αυτοί που εδώ και μια γενιά κάνουν κάθε χρόνο και από ένα νέο «ιστορικό συμβιβασμό».
Το κλειδί της επιτυχίας της κ. Μέρκελ, ήταν και είναι διττό. Πρώτον, η αφήγησή της έχει συνοχή και δεν υποτιμά τη νοημοσύνη του μέσου Γερμανού. Δεύτερον, η Καγκελάριος ακούει και ενσωματώνει τις προτάσεις της αντιπολίτευσης, στο βαθμό που αυτές είναι τελικά συνεπείς με τη συντηρητική της αφήγηση. Αυτό δεν είναι και πολύ δύσκολο.
Η πολιτική της είναι όντως φιλελεύθερη, αφού για παράδειγμα το λογαριασμό για την «πράσινη ανάπτυξη» της Γερμανίας, θα τον σηκώσει ο καταναλωτής και όχι η βιομηχανία. Όντως, όταν η κ. Μέρκελ λέει ότι η Ευρώπη έχει 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και 50% των κοινωνικών δαπανών, μιλά απερίφραστα για την ισοπέδωση του κοινωνικού μοντέλου. Τι να της πουν οι Πράσινοι; Τι να της πουν οι Φιλελεύθεροι; Τι να της πουν οι Σοσιαλδημοκράτες; Τι να της πουν, εκτός βέβαια από το να την κατηγορήσουν ότι τους πήρε την ευρεσιτεχνία, γεγονός που στην πολιτική δε θεωρείται ιδιαίτερα κακό. Στο κάτω-κάτω, το να ισχυριστεί ότι αντλεί «καλές ιδέες» απ’ όπου και εάν προέρχονται, δεν είναι εις βάρος της.
Το βασικό συμπέρασμα είναι το εξής: Η κ. Μέρκελ δεν είχε αντίπαλο επί της ουσίας. Το μόνο που δεν μπορεί να προσάψει κανείς στην κ. Μέρκελ, είναι ότι ξεσηκώνει τα πλήθη με το επικοινωνιακό της χάρισμα. Έτσι, ο πολιτικός λόγος ξεπέφτει σε προσωπικές επιθέσεις: Ότι είναι η κ. Θάτσερ, ότι είναι Ανατολικογερμανίδα, κ.ο.κ. … Επειδή η Γερμανία δεν είναι Ιταλία, ευτυχώς, κανένας δεν επισήμανε επίσης ότι είναι και γυναίκα. Το μόνο που κανείς δεν της είπε είναι ότι διαφωνεί με τους βασικούς της χειρισμούς. Και είναι εύκολο να πείσεις κάποιον όταν δεν διαφωνεί. Θρίαμβος λοιπόν; Ναι, η Μέρκελ είναι ένα είδος πολιτικού Μίδα. Αλλά εύκολα κερδίζεις ένα αγώνα δρόμου χωρίς αντίπαλο. Στην πραγματικότητα, η Σοσιαλδημοκρατία ηττήθηκε, αρνούμενη να υπηρετήσει αξίες που δεν είναι σίγουρη ότι έχει.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου