του Μανώλη Μαυροζαχαράκη
Στο τελευταίο του βιβλίο «το τίμημα της ανισότητας», το οποίο αναφέρεται κυρίως στην Αμερική, ο νομπελίστας οικονομολόγος J. Stiglitz διαπιστώνει ότι η κρίση επιδείνωσε κατά πολύ τη θέση των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων ενώ το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, παρά τα πλήγματα που δέχτηκε, κράτησε ένα τεράστιο τμήμα του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή το ένα πέμπτο. Η κρίση κατά τον Stiglitz επιδείνωσε ποικιλοτρόπως την ανισότητα μέσα από την αύξηση της ανεργίας, τα χαμένα σπίτια, τους μειωμένους ή στάσιμους μισθούς.
Οι πλούσιοι, απεναντίας, μετά από προσωρινές απώλειες σε χρηματιστηριακές αξίες επωφελήθηκαν από την συνακόλουθη ανάκαμψη και το «ανώτατο 1% των Αμερικανών κέρδισε το 93% του επιπλέον, σε σύγκριση με το 2009, εισοδήματος που δημιουργήθηκε στη χώρα το 2010».
Εάν προβάλλουμε τις διαπιστώσεις του Stiglitz στην Ευρώπη θα δούμε ότι η κοινωνική ανισότητα λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις εάν και τονίζεται ως δεδομένο πολύ λιγότερο σε σχέση με το ζητούμενο της δημοσιονομικής περιστολής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 40% του ενεργού πληθυσμού στην Ευρώπη ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, την ίδια ώρα που το 30% των τροφίμων που παράγονται στην Ευρώπη πηγαίνει στα σκουπίδια. Μόνο στην Αγγλία παραμένουν άδεια πάνω από 930.000 σπίτια που, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να προσφέρουν κατάλυμα στους δεκάδες χιλιάδες αστέγους.
Όπως αναφέρεται σε πρόσφατους κοινωνικούς απολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το κοινωνικό χάσμα μεταξύ της Βόρειας και Νότιας Ευρώπης μεγαλώνει όλο και περισσότερο, με θύματα κυρίως τους νέους.
Η ασυμμετρία και ανισορροπία οικονομικής ισχύος εξελίσσεται στο μεγαλύτερο πρόβλημα της σημερινής Ευρώπης.
Η κυρίαρχη επικράτηση των ισχυρότερων, όπως εκδηλώνεται σήμερα, οδηγεί σε μια σύγκρουση βαρβαροτήτων, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του διεθνολόγου Gilbert Aschar.
Η Νότια Ευρώπη πλήττεται από την οξύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία της με την οικονομία σε διαρκή καθοδική πορεία εδώ και χρόνια. Τα ποσοστά ανεργίας έχουν ανέλθει σε ανεπίτρεπτα, για πολιτισμένα κράτη, ύψη. Στο σύνολο της Ευρώπης, το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σήμερα στο 11%. Οι εξελίξεις στη Γηραιά Ήπειρο είναι ωστόσο εξαιρετικά άνισες. Ενώ οι χώρες του Νότου βουλιάζουν στην ύφεση, οι χώρες του Βορρά ανταποκρίνονται πολύ σθεναρότερα στην κρίση. Η Γηραιά Ήπειρό φαίνεται να χωρίζεται στα δύο. Το 2000, η διαφορά στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ Νότιας και Βόρειας Ευρώπης κατά μέσο όρο ήταν ακόμη 3,5%. Το 2011, η διαφορά ανήλθε στο 7,5%.
Όπως διευκρινίζει ο Paul Krugman, η Γερμανία έχει μεγάλα πλεονάσματα εδώ και μια δεκαετία τα οποία συνδυάστηκαν με μεγάλα ελλείμματα στη νότια Ευρώπη, που χρηματοδοτηθήκαν από μεγάλες εισροές γερμανικών κεφαλαίων.
Καθόσον οι εισροές κεφαλαίων με την εξέλιξη της κρίσης προς την περιφέρεια της Ευρώπης κατέρρευσαν, τα έθνη οφειλέτες εξαναγκάστηκαν – εν μέρει εξαιτίας της επιμονής της Γερμανίας – σε σκληρή λιτότητα, με σκοπό να εξαλείψουν τα εμπορικά ελλείμματά τους. Ωστόσο η μείωση των εμπορικών ανισορροπιών θα έπρεπε να είναι συμμετρική, με τα πλεονάσματα της Γερμανίας να συρρικνώνονται, μαζί με τα ελλείμματα των οφειλετών. Αντ’ αυτού, όμως, η Γερμανία απέτυχε να κάνει την παραμικρή ρύθμιση: τα ελλείμματα στην Ισπανία, την Ελλάδα και αλλού συρρικνώθηκαν, αλλά το πλεόνασμα της Γερμανίας όχι.
Η αποτυχία προσαρμογής της Γερμανίας μεγέθυνε το κόστος της λιτότητας. Όπως επισημαίνει ο Krugman η αδιαλλαξία της Γερμανίας συνέβαλε σημαντικά στα δεινά του Νότου.
“Είναι απλή αριθμητική: από τη στιγμή που η Νότια Ευρώπη αναγκάστηκε να μηδενίσει τα ελλείμματά της, ενώ η Γερμανία δεν έχει μειώσει το πλεόνασμά της, η Ευρώπη στο σύνολό της έχει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, βοηθώντας στο να διατηρηθεί η παγκόσμια οικονομία σε ύφεση”.
Παράλληλα οι χώρες του Βορρά όπως η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν υποστεί κατά το παρελθόν ισχυρές μεταρρυθμίσεις. Με πιο αποδοτικές αγορές εργασίας και σταθερότερα συστήματα κοινωνικής προστασίας, μπορούν να αντέξουν την κρίση πολύ καλύτερα. Ενώ τα εισοδήματα στη Νότια Ευρώπη μειώθηκαν κατά μέσο όρο έως και κατά 17%, οι χώρες του Βορρά μπόρεσαν να αυξήσουν τα συνολικά τους εισοδήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η Γερμανία είχε, για παράδειγμα, να δώσει 12 χρόνια αύξηση μισθών και έδωσε κατά τη διάρκεια της κρίσης.
‘Όπως φαίνεται από στοιχεία της Eurostat οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας στην ευρωζώνη ενώ ακολουθούν οι Ιταλοί και οι Ισπανοί.
Σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της ΕΕ, 120 εκατομμύρια άνθρωποι, τελούν υπό την απειλή της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Την ίδια στιγμή για τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη, η κρίση δεν αποτέλεσε πρόβλημα: για φέτος καταμετρώνται 1.426 δισεκατομμυριούχοι, 200 περισσότεροι από πέρυσι, αριθμός που αποτελεί απόλυτο επίτευγμα για τα 26 χρόνια που καταμετρά η αξιολόγηση του Forbes. Όλοι μαζί οι κροίσοι του πλανήτη μετρούν μία περιουσία 5,4 τρισ. δολαρίων, έναντι 4,5 τρισ. πέρυσι, Οι ΗΠΑ παραμένουν στην κορυφή της κατάταξης με 442 δισεκατομμυριούχους (425 το 2012), με την Ασία να ακολουθεί κατά πόδας (386), την Ευρώπη να έπεται (366) και τη Λατινική Αμερική να απέχει ακόμη πολύ (με 129). Πηγαίνοντας τώρα στις μεταβολές της ανισότητας μεταξύ των χωρών της ΕΕ τα δεδομένα δείχνουν μια αύξηση των επιπέδων της ανισότητας με μονάδα μέτρησής τον συντελεστή Gini του διαθέσιμου εισοδήματος .
Παράλληλα , υπάρχουν εντυπωσιακές διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με ορισμένες να έχουν ραγδαία αύξηση της ανισότητας και άλλες να παρατηρούν μείωσή της. Πιο συγκεκριμένα, η ανισότητα στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Εσθονία έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ έχει αυξηθεί πολύ στη Ελλάδα, τη Γαλλία και την Ισπανία.
Το παράπλευρο αποτέλεσμα της βιοτικής κατολίσθησης είναι η αύξηση της κοινωνικής ανομίας με αύξηση των αυτοκτονιών, της εγκληματικότητας, της κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών και της αυξημένης αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Όλα αυτά τα φαινόμενα οδηγούν τελικά στην κατασπατάληση ανθρώπινων πόρων και διαθέσιμων ταλέντων.
Σε βάθος χρόνου επομένως θίγεται η ίδια η λειτουργικότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος των πληθυσμών τους δεν ταυτίζεται πλέον μαζί τους. Το κοινωνικό χάσμα που παράγεται από τον καπιταλισμό μεταξύ πλουσίων και φτωχών, από κάποια στιγμή και μετά ενδέχεται να επηρεάσει αντιπαραγωγικά την ίδια τη λειτουργία του, παράγοντας τελικά πολύ μεγαλύτερο κόστος από αυτό που προσπαθεί να περιορίσει η σημερινή λιτότητα.
Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση στην Ευρώπη είναι ζοφερή και αυτό δεν φαίνεται να αντικατοπτρίζεται σε μεγάλες τεκτονικές μετακινήσεις σε πολιτικό επίπεδο, οι μεταβολές που συντελούνται κοινωνικά ροκανίζουν ήδη τα θεμέλια του συστήματος εκ των έσω. Στο πλαίσιο αυτό δεν διαφαίνεται προς το παρόν φως στο τούνελ από τη στιγμή που δεν προβλέπεται άμεση βελτίωση της κατάστασης..
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται εκ νέου μπροστά σε ένα νέο σχίσμα..
Ένα σχίσμα που ενίοτε συμβολοποιείται με τον τίτλο της «Γερμανικής Ευρώπης» και στην ουσία εκφράζει μια σύγκρουση μεταξύ πλούσιου Βορρά και οικονομικά προβληματικού Νότου. Ένα σχίσμα που συνοδεύεται από πολιτικά εργαλεία που μόνο ελκυστικά δεν επιδρούν. Η ασυμμετρία οικονομικής και πολιτικής ισχύος επιδρά ως έναν βαθμό διαλυτικά.
Λιτότητα, μνημόνια, δημοσιονομικές προσαρμογές, δημοσιονομικά σύμφωνα, κουρέματα, στάσεις πληρωμών, υποβαθμίσεις κρατών κοκ. Αυτές και άλλες έννοιες αντικατέστησαν παλιότερους όρους όπως ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, Ευρώπη των λαών, ευρωπαϊκό σύνταγμα, ομοσπονδιακή Ευρώπη, Ευρώπη της γνώσης κοκ,
Η μετάθεση των εννοιών συνομολογεί από μόνη της την πολιτική μετάθεση προς έναν στείρο οικονομισμό του ισχυρού πολιτικού κέντρου της Ευρώπης.
Η «Γερμανική Ευρώπη» είναι κατά κύριο λόγο μια Ευρώπη των αγορών.
Είναι ούτε λίγο ούτε πολύ το ακριβώς αντίθετο από αυτό που αντιστοιχεί στην πραγματική ευρωπαϊκή ενοποίηση και από αυτό που έχει άμεσα ανάγκη ο εκτεθειμένος στη διαδικασία φτωχοποίησης Νότος.
Το κρισιμότερο ζήτημα των επόμενων ετών είναι η απελευθέρωση των κρατών από τη λαβή των χρηματαγορών και ο συνδυασμός της κοινωνικής δικαιοσύνης με την οικονομική αποτελεσματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια νέα ισορροπία τόσο για την Γερμανία όσο και για την Ευρώπη μέσα από την προώθηση μιας νέας κοινωνικής συνοχής μέσα από το σταμάτημα του διευρυνόμενου κοινωνικού και πολιτισμικού χάσματος.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Γερμανός φιλόσοφος Gadamer «όπου έχουμε ανθρώπινες κοινωνίες δεν έχουμε μόνο κυριαρχία. Έχουμε μία κυριαρχία που προσανατολίζεται στην δημόσια εκδηλωμένη συγκατάθεση και στην μόνιμη αναγνώριση». Για όσον καιρό η Γερμανία δεν κατανοεί αυτόν τον κανόνα δεν θα μπορέσει να ηγηθεί της Ευρώπης.
* Ο Μανόλης Μαυροζαχαράκης είναι ελεύθερος συγγραφέας, με σπουδές σε οικονομικά, κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες, εθνολογία και οικονομική ιστορία.
Στο τελευταίο του βιβλίο «το τίμημα της ανισότητας», το οποίο αναφέρεται κυρίως στην Αμερική, ο νομπελίστας οικονομολόγος J. Stiglitz διαπιστώνει ότι η κρίση επιδείνωσε κατά πολύ τη θέση των κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων ενώ το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, παρά τα πλήγματα που δέχτηκε, κράτησε ένα τεράστιο τμήμα του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή το ένα πέμπτο. Η κρίση κατά τον Stiglitz επιδείνωσε ποικιλοτρόπως την ανισότητα μέσα από την αύξηση της ανεργίας, τα χαμένα σπίτια, τους μειωμένους ή στάσιμους μισθούς.
Οι πλούσιοι, απεναντίας, μετά από προσωρινές απώλειες σε χρηματιστηριακές αξίες επωφελήθηκαν από την συνακόλουθη ανάκαμψη και το «ανώτατο 1% των Αμερικανών κέρδισε το 93% του επιπλέον, σε σύγκριση με το 2009, εισοδήματος που δημιουργήθηκε στη χώρα το 2010».
Εάν προβάλλουμε τις διαπιστώσεις του Stiglitz στην Ευρώπη θα δούμε ότι η κοινωνική ανισότητα λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις εάν και τονίζεται ως δεδομένο πολύ λιγότερο σε σχέση με το ζητούμενο της δημοσιονομικής περιστολής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 40% του ενεργού πληθυσμού στην Ευρώπη ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, την ίδια ώρα που το 30% των τροφίμων που παράγονται στην Ευρώπη πηγαίνει στα σκουπίδια. Μόνο στην Αγγλία παραμένουν άδεια πάνω από 930.000 σπίτια που, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να προσφέρουν κατάλυμα στους δεκάδες χιλιάδες αστέγους.
Όπως αναφέρεται σε πρόσφατους κοινωνικούς απολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το κοινωνικό χάσμα μεταξύ της Βόρειας και Νότιας Ευρώπης μεγαλώνει όλο και περισσότερο, με θύματα κυρίως τους νέους.
Η ασυμμετρία και ανισορροπία οικονομικής ισχύος εξελίσσεται στο μεγαλύτερο πρόβλημα της σημερινής Ευρώπης.
Η κυρίαρχη επικράτηση των ισχυρότερων, όπως εκδηλώνεται σήμερα, οδηγεί σε μια σύγκρουση βαρβαροτήτων, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του διεθνολόγου Gilbert Aschar.
Η Νότια Ευρώπη πλήττεται από την οξύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία της με την οικονομία σε διαρκή καθοδική πορεία εδώ και χρόνια. Τα ποσοστά ανεργίας έχουν ανέλθει σε ανεπίτρεπτα, για πολιτισμένα κράτη, ύψη. Στο σύνολο της Ευρώπης, το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σήμερα στο 11%. Οι εξελίξεις στη Γηραιά Ήπειρο είναι ωστόσο εξαιρετικά άνισες. Ενώ οι χώρες του Νότου βουλιάζουν στην ύφεση, οι χώρες του Βορρά ανταποκρίνονται πολύ σθεναρότερα στην κρίση. Η Γηραιά Ήπειρό φαίνεται να χωρίζεται στα δύο. Το 2000, η διαφορά στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ Νότιας και Βόρειας Ευρώπης κατά μέσο όρο ήταν ακόμη 3,5%. Το 2011, η διαφορά ανήλθε στο 7,5%.
Όπως διευκρινίζει ο Paul Krugman, η Γερμανία έχει μεγάλα πλεονάσματα εδώ και μια δεκαετία τα οποία συνδυάστηκαν με μεγάλα ελλείμματα στη νότια Ευρώπη, που χρηματοδοτηθήκαν από μεγάλες εισροές γερμανικών κεφαλαίων.
Καθόσον οι εισροές κεφαλαίων με την εξέλιξη της κρίσης προς την περιφέρεια της Ευρώπης κατέρρευσαν, τα έθνη οφειλέτες εξαναγκάστηκαν – εν μέρει εξαιτίας της επιμονής της Γερμανίας – σε σκληρή λιτότητα, με σκοπό να εξαλείψουν τα εμπορικά ελλείμματά τους. Ωστόσο η μείωση των εμπορικών ανισορροπιών θα έπρεπε να είναι συμμετρική, με τα πλεονάσματα της Γερμανίας να συρρικνώνονται, μαζί με τα ελλείμματα των οφειλετών. Αντ’ αυτού, όμως, η Γερμανία απέτυχε να κάνει την παραμικρή ρύθμιση: τα ελλείμματα στην Ισπανία, την Ελλάδα και αλλού συρρικνώθηκαν, αλλά το πλεόνασμα της Γερμανίας όχι.
Η αποτυχία προσαρμογής της Γερμανίας μεγέθυνε το κόστος της λιτότητας. Όπως επισημαίνει ο Krugman η αδιαλλαξία της Γερμανίας συνέβαλε σημαντικά στα δεινά του Νότου.
“Είναι απλή αριθμητική: από τη στιγμή που η Νότια Ευρώπη αναγκάστηκε να μηδενίσει τα ελλείμματά της, ενώ η Γερμανία δεν έχει μειώσει το πλεόνασμά της, η Ευρώπη στο σύνολό της έχει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, βοηθώντας στο να διατηρηθεί η παγκόσμια οικονομία σε ύφεση”.
Παράλληλα οι χώρες του Βορρά όπως η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν υποστεί κατά το παρελθόν ισχυρές μεταρρυθμίσεις. Με πιο αποδοτικές αγορές εργασίας και σταθερότερα συστήματα κοινωνικής προστασίας, μπορούν να αντέξουν την κρίση πολύ καλύτερα. Ενώ τα εισοδήματα στη Νότια Ευρώπη μειώθηκαν κατά μέσο όρο έως και κατά 17%, οι χώρες του Βορρά μπόρεσαν να αυξήσουν τα συνολικά τους εισοδήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η Γερμανία είχε, για παράδειγμα, να δώσει 12 χρόνια αύξηση μισθών και έδωσε κατά τη διάρκεια της κρίσης.
‘Όπως φαίνεται από στοιχεία της Eurostat οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας στην ευρωζώνη ενώ ακολουθούν οι Ιταλοί και οι Ισπανοί.
Σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της ΕΕ, 120 εκατομμύρια άνθρωποι, τελούν υπό την απειλή της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Την ίδια στιγμή για τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη, η κρίση δεν αποτέλεσε πρόβλημα: για φέτος καταμετρώνται 1.426 δισεκατομμυριούχοι, 200 περισσότεροι από πέρυσι, αριθμός που αποτελεί απόλυτο επίτευγμα για τα 26 χρόνια που καταμετρά η αξιολόγηση του Forbes. Όλοι μαζί οι κροίσοι του πλανήτη μετρούν μία περιουσία 5,4 τρισ. δολαρίων, έναντι 4,5 τρισ. πέρυσι, Οι ΗΠΑ παραμένουν στην κορυφή της κατάταξης με 442 δισεκατομμυριούχους (425 το 2012), με την Ασία να ακολουθεί κατά πόδας (386), την Ευρώπη να έπεται (366) και τη Λατινική Αμερική να απέχει ακόμη πολύ (με 129). Πηγαίνοντας τώρα στις μεταβολές της ανισότητας μεταξύ των χωρών της ΕΕ τα δεδομένα δείχνουν μια αύξηση των επιπέδων της ανισότητας με μονάδα μέτρησής τον συντελεστή Gini του διαθέσιμου εισοδήματος .
Παράλληλα , υπάρχουν εντυπωσιακές διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με ορισμένες να έχουν ραγδαία αύξηση της ανισότητας και άλλες να παρατηρούν μείωσή της. Πιο συγκεκριμένα, η ανισότητα στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Εσθονία έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ έχει αυξηθεί πολύ στη Ελλάδα, τη Γαλλία και την Ισπανία.
Το παράπλευρο αποτέλεσμα της βιοτικής κατολίσθησης είναι η αύξηση της κοινωνικής ανομίας με αύξηση των αυτοκτονιών, της εγκληματικότητας, της κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών και της αυξημένης αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Όλα αυτά τα φαινόμενα οδηγούν τελικά στην κατασπατάληση ανθρώπινων πόρων και διαθέσιμων ταλέντων.
Σε βάθος χρόνου επομένως θίγεται η ίδια η λειτουργικότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών από τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος των πληθυσμών τους δεν ταυτίζεται πλέον μαζί τους. Το κοινωνικό χάσμα που παράγεται από τον καπιταλισμό μεταξύ πλουσίων και φτωχών, από κάποια στιγμή και μετά ενδέχεται να επηρεάσει αντιπαραγωγικά την ίδια τη λειτουργία του, παράγοντας τελικά πολύ μεγαλύτερο κόστος από αυτό που προσπαθεί να περιορίσει η σημερινή λιτότητα.
Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση στην Ευρώπη είναι ζοφερή και αυτό δεν φαίνεται να αντικατοπτρίζεται σε μεγάλες τεκτονικές μετακινήσεις σε πολιτικό επίπεδο, οι μεταβολές που συντελούνται κοινωνικά ροκανίζουν ήδη τα θεμέλια του συστήματος εκ των έσω. Στο πλαίσιο αυτό δεν διαφαίνεται προς το παρόν φως στο τούνελ από τη στιγμή που δεν προβλέπεται άμεση βελτίωση της κατάστασης..
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται εκ νέου μπροστά σε ένα νέο σχίσμα..
Ένα σχίσμα που ενίοτε συμβολοποιείται με τον τίτλο της «Γερμανικής Ευρώπης» και στην ουσία εκφράζει μια σύγκρουση μεταξύ πλούσιου Βορρά και οικονομικά προβληματικού Νότου. Ένα σχίσμα που συνοδεύεται από πολιτικά εργαλεία που μόνο ελκυστικά δεν επιδρούν. Η ασυμμετρία οικονομικής και πολιτικής ισχύος επιδρά ως έναν βαθμό διαλυτικά.
Λιτότητα, μνημόνια, δημοσιονομικές προσαρμογές, δημοσιονομικά σύμφωνα, κουρέματα, στάσεις πληρωμών, υποβαθμίσεις κρατών κοκ. Αυτές και άλλες έννοιες αντικατέστησαν παλιότερους όρους όπως ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, Ευρώπη των λαών, ευρωπαϊκό σύνταγμα, ομοσπονδιακή Ευρώπη, Ευρώπη της γνώσης κοκ,
Η μετάθεση των εννοιών συνομολογεί από μόνη της την πολιτική μετάθεση προς έναν στείρο οικονομισμό του ισχυρού πολιτικού κέντρου της Ευρώπης.
Η «Γερμανική Ευρώπη» είναι κατά κύριο λόγο μια Ευρώπη των αγορών.
Είναι ούτε λίγο ούτε πολύ το ακριβώς αντίθετο από αυτό που αντιστοιχεί στην πραγματική ευρωπαϊκή ενοποίηση και από αυτό που έχει άμεσα ανάγκη ο εκτεθειμένος στη διαδικασία φτωχοποίησης Νότος.
Το κρισιμότερο ζήτημα των επόμενων ετών είναι η απελευθέρωση των κρατών από τη λαβή των χρηματαγορών και ο συνδυασμός της κοινωνικής δικαιοσύνης με την οικονομική αποτελεσματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια νέα ισορροπία τόσο για την Γερμανία όσο και για την Ευρώπη μέσα από την προώθηση μιας νέας κοινωνικής συνοχής μέσα από το σταμάτημα του διευρυνόμενου κοινωνικού και πολιτισμικού χάσματος.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Γερμανός φιλόσοφος Gadamer «όπου έχουμε ανθρώπινες κοινωνίες δεν έχουμε μόνο κυριαρχία. Έχουμε μία κυριαρχία που προσανατολίζεται στην δημόσια εκδηλωμένη συγκατάθεση και στην μόνιμη αναγνώριση». Για όσον καιρό η Γερμανία δεν κατανοεί αυτόν τον κανόνα δεν θα μπορέσει να ηγηθεί της Ευρώπης.
* Ο Μανόλης Μαυροζαχαράκης είναι ελεύθερος συγγραφέας, με σπουδές σε οικονομικά, κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες, εθνολογία και οικονομική ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου