Άρθρο στα "Επίκαιρα"
Από την αποτυχία της θεμελίωσης μιας Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΚΠΑΑ) το 1954 έως σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Όχι μόνο τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, αλλά οι ΗΠΑ προειδοποιούν ότι μεσο-μακροπρόθεσμα η στρατηγική τους προτεραιότητα μετατοπίζεται από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, ότι οι αμυντικές τους δαπάνες είναι υπό πίεση και ότι η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί να αλλάξει τον προσανατολισμό της: από καταναλωτές πρέπει να γίνουμε πάροχοι ασφάλειας. Βέβαια, όπως ο Κέυνς έλεγε ότι η καλύτερη περίοδος για λιτότητα είναι η εποχή της ανάπτυξης, έτσι και το κάλεσμα να επενδύσουμε στη λιγότερο δημοφιλή κατηγορία δημοσίων δαπανών φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Πόσω μάλλον όταν μια συζήτηση για την ασφάλεια συμπυκνώνει καθετί που κάνει την Ευρώπη να φαντάζει αδύναμη: ανταγωνισμός σε επίπεδο βιομηχανιών, ανταγωνισμός μεταξύ εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας και το ερώτημα ποιος πληρώνει το λογαριασμό.
Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο, το Δεκέμβριο οι Ευρωπαίοι ηγέτες καλούνται ν’ ανοίξουν το ζήτημα της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας μετά από πολλά χρόνια. Η τελευταία συζήτηση σε τέτοιο επίπεδο για τα ζητήματα άμυνας ήταν το 2003, δέκα χρόνια μέσα στα οποία έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον. Για ευνόητους λόγους, το Συμβούλιο επιχειρεί να κρατήσει χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών από μια τέτοια συζήτηση. Όμως οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, εσωτερικά και εξωτερικά, σε ένα περιβάλλον γενικευμένης οικονομικής κρίσης, κάνουν επιτακτικό τον αναστοχασμό της Ευρώπης σ’ ένα θεμελιώδες ζήτημα: Πρόκειται για «αγορά» ή για διεθνή δρώντα;
Τα δυο ερωτήματα επικαλύπτονται, αλλά δεν ταυτίζονται. Μια αγορά μπορεί να είναι ανταγωνιστική προς κάθε κατεύθυνση, ακόμα και σε επίπεδο μελών. Ένας διεθνής δρών πρέπει να δαμάζει τις δυνάμεις του ανταγωνισμού προκειμένου να προασπιστεί το σύνολο. Μια Ευρώπη με κοινή πολιτική ασφάλειας πρέπει να έχει κοινή αντίληψη του κινδύνου, κοινές πολιτικές έναντι των γειτόνων και ένα μίνιμουμ συναντίληψης κοινών συμφερόντων.
Πολιτική κουλτούρα
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Ε.Κ.) συμμετέχει σ’ αυτή τη συζήτηση με μια έκθεση της οποίας έχω την τιμή να είμαι εισηγήτρια. Το μήνυμα είναι καταρχάς ότι η συζήτηση αυτή δεν μπορεί πλέον ν’ αναβάλλεται. Η μετεξέλιξη κάθε πολιτικής ασφάλειας σ’ όλο τον κόσμο δεν είναι απλά θέμα «αποφάσεων», αλλά γενικότερης πολιτικής κουλτούρας. Το γεγονός, πάντως, είναι ότι η Ευρώπη θα προσαρμοστεί σταδιακά είτε στο πλαίσιο μιας κρίσης ασφάλειας είτε τώρα, προλαμβάνοντας μια τέτοια κρίση. Η πρώτη επιλογή είναι πιο πιθανή, αλλά μάλλον όχι η πιο επιθυμητή. Αυτό το μήνυμα μεταφέρει στο Συμβούλιο ο Πρόεδρος του Ε.Κ., Μάρτιν Σουλτς, επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη πρέπει τουλάχιστον να πάρει στα σοβαρά τις δεσμεύσεις που έχει ήδη λάβει. Η διαπίστωση ότι πολλές από τις προβλέψεις της συνθήκης της Λισαβόνας που αφορούν στην ΚΠΑΑ παραμένουν ανενεργοί, όπως το ταμείο εκκίνησης (start-up fund) ή η ενισχυμένη συνεργασία, επιβάλλει μια σε βάθος συζήτηση για τις δυσκολίες αλλά και τα αναγκαία επόμενα βήματα.
Το σημείο εκκίνησης της έκθεσής μου είναι ότι στα θέματα άμυνας επιτυγχάνουμε ως Ευρώπη μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ ό,τι ως κράτη μέλη. Με δεδομένη την οικονομική κρίση και τις πολύπλοκες διεθνείς προκλήσεις, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι κανένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις από μόνο του. Η συνεργασία και ο συντονισμός είναι ο μόνος δρόμος για να προχωρήσουμε, με πόρους που γίνονται όλο και πιο περιορισμένοι. Η διαπίστωση φαντάζει κοινότοπη, αλλά δεν είναι.
Η έκθεση επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αναπτύξει την ικανότητα να προλαμβάνει και να διαχειρίζεται άμεσα και αποτελεσματικά κρίσεις, κυρίως στην ευρύτερη γειτονιά της. Σε αυτό το πλαίσιο, τονίζει την ανάγκη μιας πραγματικά συνεκτικής προσέγγισης εκ μέρους της Ένωσης προκειμένου να λάβει υπόψη τις πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις (κρίση στις αραβικές χώρες, Συρία, Αίγυπτος κ.α.) και να θέσει σαφείς και ρεαλιστικές προτεραιότητες. Το να πάει κανείς από τη διαπίστωση στις προτεραιότητες είναι γιγάντιο άλμα στην ευρωπαϊκή πολιτική, για λόγους που έχουν να κάνουν και με τη χρήση περιορισμένων πόρων, που είναι εθνικοί, για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, που είναι ευρωπαϊκοί.
Ευημερία και ασφάλεια
Με σημείο αφετηρίας την «κοινή αγορά», η έκθεση επισημαίνει τη σχέση ευημερίας και ασφάλειας. Ένα ειρηνικό, ασφαλές και σταθερό περιβάλλον αποτελεί την προϋπόθεση για την ευημερία και τη διατήρηση του κοινωνικού μοντέλου της Ευρώπης όπως το γνωρίζουμε. Όμως, εννοείται, η ασφάλεια, όπως τη γνωρίζουμε, δεν είναι σήμερα εξασφαλισμένη, αφού σταδιακά εκλείπουν τα μέσα που γνωρίζαμε. Και όταν μιλάμε για «μέσα» σε μια εποχή που η οικονομική κρίση συμπιέζει σημαντικά τους αμυντικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών, η συζήτηση είναι δύσκολη. Το επιχείρημα που προτάσσει η έκθεση είναι η δυνατότητα επίτευξης οικονομίας κλίμακας και οι συνέργειες μεταξύ κρατών, η αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων, η από κοινού χρήση στρατιωτικών υποδομών κ.ο.κ. Υπό αυτό το πρίσμα, η κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για περισσότερη, όχι λιγότερη, Ευρώπη και στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Όμως, τελικά, ανοίγοντας αυτό το κεφάλαιο, δεν μπορεί κανείς ν’ αποφύγει δύσκολα θέματα. Από τη μια πλευρά, πρέπει να δούμε τη διάσταση επενδύσεων και συνεργειών στον κρίσιμο τομέα της έρευνας, που συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να διαχειριστούμε τη μετάβαση από την ανταγωνιστική ανάπτυξη στη συνεργασία μεταξύ εθνικών αμυντικών κλάδων, στενά συνδεδεμένων τόσο με την ίδια την έννοια της κυριαρχίας του κράτους όσο και με χιλιάδες θέσεις εργασίας. Η αναδιάρθρωση της βιομηχανίας είναι απαραίτητη, πρέπει όμως να εξασφαλιστεί ότι θα χρησιμοποιηθούν όλα τα οικονομικά εργαλεία που διαθέτει η Ένωση για την άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, ενώ πρέπει επίσης να στηριχθούν η καινοτομία και η συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον κλάδο, που θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Όσον αφορά σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, η έκθεση επιχειρεί να απαντήσει σε κεντρικά ζητήματα. Επισημαίνουμε τις αναφορές στην ανάγκη προστασίας των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης, που αποκτούν ιδιαίτερο βάρος σε συνδυασμό με την υπενθύμιση των ρυθμίσεων των Συνθηκών περί αμοιβαίας συνδρομής και αλληλεγγύης σε περίπτωση επίθεσης. Παράλληλα, υιοθετούνται αναφορές για την ανάγκη ανάπτυξης μιας Ευρωπαϊκής Θαλάσσιας Στρατηγικής που θα εδράζεται στο Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, (την οποία η Τουρκία δεν έχει υπογράψει), καθώς και η αναγνώριση ότι για την προστασία των κρίσιμων ενεργειακών υποδομών των κρατών-μελών θα πρέπει να ενεργοποιηθεί η ρήτρα αμοιβαίας άμυνας και η ρήτρα αλληλεγγύης. Τέλος, είναι ιδιαίτερα θετικό ότι καλείται η Τουρκία αφενός να σταματήσει να εμποδίζει τη συνεργασία ΝΑΤΟ-ΕΕ, επικαλούμενη το Κυπριακό, και αφετέρου να συνεργαστεί εποικοδομητικά για μια αποτελεσματικότερη σχέση μεταξύ των δύο οργανισμών. Η επιχειρηματολογία, φυσικά, δεν είναι εθνική. Μια κοινή αντίληψη σε πολιτικό επίπεδο του τι συνιστά ευρωπαϊκό χώρο άμυνας και ασφάλειας είναι πολιτική προϋπόθεση της «αμυντικής ολοκλήρωσης».
Η έκθεση, που υιοθετήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου και θα ψηφιστεί στις αρχές του Δεκεμβρίου από την Ολομέλεια, καλεί το Συμβούλιο να προωθήσει μια φιλόδοξη και ταυτόχρονα ρεαλιστική προσέγγιση στα ζητήματα της άμυνας και ασφάλειας. Δεν περιμένουμε θαύματα σε μακροχρόνια προβλήματα. Θα θέλαμε, ωστόσο, δείγματα πολιτικής βούλησης κι ένα σαφή πολιτικό προσανατολισμό με έναν οδικό χάρτη για τα επόμενα βήματα.
Από την αποτυχία της θεμελίωσης μιας Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΚΠΑΑ) το 1954 έως σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Όχι μόνο τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, αλλά οι ΗΠΑ προειδοποιούν ότι μεσο-μακροπρόθεσμα η στρατηγική τους προτεραιότητα μετατοπίζεται από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, ότι οι αμυντικές τους δαπάνες είναι υπό πίεση και ότι η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί να αλλάξει τον προσανατολισμό της: από καταναλωτές πρέπει να γίνουμε πάροχοι ασφάλειας. Βέβαια, όπως ο Κέυνς έλεγε ότι η καλύτερη περίοδος για λιτότητα είναι η εποχή της ανάπτυξης, έτσι και το κάλεσμα να επενδύσουμε στη λιγότερο δημοφιλή κατηγορία δημοσίων δαπανών φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Πόσω μάλλον όταν μια συζήτηση για την ασφάλεια συμπυκνώνει καθετί που κάνει την Ευρώπη να φαντάζει αδύναμη: ανταγωνισμός σε επίπεδο βιομηχανιών, ανταγωνισμός μεταξύ εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας και το ερώτημα ποιος πληρώνει το λογαριασμό.
Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο, το Δεκέμβριο οι Ευρωπαίοι ηγέτες καλούνται ν’ ανοίξουν το ζήτημα της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας μετά από πολλά χρόνια. Η τελευταία συζήτηση σε τέτοιο επίπεδο για τα ζητήματα άμυνας ήταν το 2003, δέκα χρόνια μέσα στα οποία έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον. Για ευνόητους λόγους, το Συμβούλιο επιχειρεί να κρατήσει χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών από μια τέτοια συζήτηση. Όμως οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, εσωτερικά και εξωτερικά, σε ένα περιβάλλον γενικευμένης οικονομικής κρίσης, κάνουν επιτακτικό τον αναστοχασμό της Ευρώπης σ’ ένα θεμελιώδες ζήτημα: Πρόκειται για «αγορά» ή για διεθνή δρώντα;
Τα δυο ερωτήματα επικαλύπτονται, αλλά δεν ταυτίζονται. Μια αγορά μπορεί να είναι ανταγωνιστική προς κάθε κατεύθυνση, ακόμα και σε επίπεδο μελών. Ένας διεθνής δρών πρέπει να δαμάζει τις δυνάμεις του ανταγωνισμού προκειμένου να προασπιστεί το σύνολο. Μια Ευρώπη με κοινή πολιτική ασφάλειας πρέπει να έχει κοινή αντίληψη του κινδύνου, κοινές πολιτικές έναντι των γειτόνων και ένα μίνιμουμ συναντίληψης κοινών συμφερόντων.
Πολιτική κουλτούρα
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Ε.Κ.) συμμετέχει σ’ αυτή τη συζήτηση με μια έκθεση της οποίας έχω την τιμή να είμαι εισηγήτρια. Το μήνυμα είναι καταρχάς ότι η συζήτηση αυτή δεν μπορεί πλέον ν’ αναβάλλεται. Η μετεξέλιξη κάθε πολιτικής ασφάλειας σ’ όλο τον κόσμο δεν είναι απλά θέμα «αποφάσεων», αλλά γενικότερης πολιτικής κουλτούρας. Το γεγονός, πάντως, είναι ότι η Ευρώπη θα προσαρμοστεί σταδιακά είτε στο πλαίσιο μιας κρίσης ασφάλειας είτε τώρα, προλαμβάνοντας μια τέτοια κρίση. Η πρώτη επιλογή είναι πιο πιθανή, αλλά μάλλον όχι η πιο επιθυμητή. Αυτό το μήνυμα μεταφέρει στο Συμβούλιο ο Πρόεδρος του Ε.Κ., Μάρτιν Σουλτς, επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη πρέπει τουλάχιστον να πάρει στα σοβαρά τις δεσμεύσεις που έχει ήδη λάβει. Η διαπίστωση ότι πολλές από τις προβλέψεις της συνθήκης της Λισαβόνας που αφορούν στην ΚΠΑΑ παραμένουν ανενεργοί, όπως το ταμείο εκκίνησης (start-up fund) ή η ενισχυμένη συνεργασία, επιβάλλει μια σε βάθος συζήτηση για τις δυσκολίες αλλά και τα αναγκαία επόμενα βήματα.
Το σημείο εκκίνησης της έκθεσής μου είναι ότι στα θέματα άμυνας επιτυγχάνουμε ως Ευρώπη μεγαλύτερη ασφάλεια απ’ ό,τι ως κράτη μέλη. Με δεδομένη την οικονομική κρίση και τις πολύπλοκες διεθνείς προκλήσεις, γίνεται όλο και πιο φανερό ότι κανένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις από μόνο του. Η συνεργασία και ο συντονισμός είναι ο μόνος δρόμος για να προχωρήσουμε, με πόρους που γίνονται όλο και πιο περιορισμένοι. Η διαπίστωση φαντάζει κοινότοπη, αλλά δεν είναι.
Η έκθεση επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αναπτύξει την ικανότητα να προλαμβάνει και να διαχειρίζεται άμεσα και αποτελεσματικά κρίσεις, κυρίως στην ευρύτερη γειτονιά της. Σε αυτό το πλαίσιο, τονίζει την ανάγκη μιας πραγματικά συνεκτικής προσέγγισης εκ μέρους της Ένωσης προκειμένου να λάβει υπόψη τις πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις (κρίση στις αραβικές χώρες, Συρία, Αίγυπτος κ.α.) και να θέσει σαφείς και ρεαλιστικές προτεραιότητες. Το να πάει κανείς από τη διαπίστωση στις προτεραιότητες είναι γιγάντιο άλμα στην ευρωπαϊκή πολιτική, για λόγους που έχουν να κάνουν και με τη χρήση περιορισμένων πόρων, που είναι εθνικοί, για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, που είναι ευρωπαϊκοί.
Ευημερία και ασφάλεια
Με σημείο αφετηρίας την «κοινή αγορά», η έκθεση επισημαίνει τη σχέση ευημερίας και ασφάλειας. Ένα ειρηνικό, ασφαλές και σταθερό περιβάλλον αποτελεί την προϋπόθεση για την ευημερία και τη διατήρηση του κοινωνικού μοντέλου της Ευρώπης όπως το γνωρίζουμε. Όμως, εννοείται, η ασφάλεια, όπως τη γνωρίζουμε, δεν είναι σήμερα εξασφαλισμένη, αφού σταδιακά εκλείπουν τα μέσα που γνωρίζαμε. Και όταν μιλάμε για «μέσα» σε μια εποχή που η οικονομική κρίση συμπιέζει σημαντικά τους αμυντικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών, η συζήτηση είναι δύσκολη. Το επιχείρημα που προτάσσει η έκθεση είναι η δυνατότητα επίτευξης οικονομίας κλίμακας και οι συνέργειες μεταξύ κρατών, η αποφυγή αλληλοεπικαλύψεων, η από κοινού χρήση στρατιωτικών υποδομών κ.ο.κ. Υπό αυτό το πρίσμα, η κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για περισσότερη, όχι λιγότερη, Ευρώπη και στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Όμως, τελικά, ανοίγοντας αυτό το κεφάλαιο, δεν μπορεί κανείς ν’ αποφύγει δύσκολα θέματα. Από τη μια πλευρά, πρέπει να δούμε τη διάσταση επενδύσεων και συνεργειών στον κρίσιμο τομέα της έρευνας, που συνδέεται με την ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να διαχειριστούμε τη μετάβαση από την ανταγωνιστική ανάπτυξη στη συνεργασία μεταξύ εθνικών αμυντικών κλάδων, στενά συνδεδεμένων τόσο με την ίδια την έννοια της κυριαρχίας του κράτους όσο και με χιλιάδες θέσεις εργασίας. Η αναδιάρθρωση της βιομηχανίας είναι απαραίτητη, πρέπει όμως να εξασφαλιστεί ότι θα χρησιμοποιηθούν όλα τα οικονομικά εργαλεία που διαθέτει η Ένωση για την άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, ενώ πρέπει επίσης να στηριχθούν η καινοτομία και η συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον κλάδο, που θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
Όσον αφορά σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, η έκθεση επιχειρεί να απαντήσει σε κεντρικά ζητήματα. Επισημαίνουμε τις αναφορές στην ανάγκη προστασίας των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης, που αποκτούν ιδιαίτερο βάρος σε συνδυασμό με την υπενθύμιση των ρυθμίσεων των Συνθηκών περί αμοιβαίας συνδρομής και αλληλεγγύης σε περίπτωση επίθεσης. Παράλληλα, υιοθετούνται αναφορές για την ανάγκη ανάπτυξης μιας Ευρωπαϊκής Θαλάσσιας Στρατηγικής που θα εδράζεται στο Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, (την οποία η Τουρκία δεν έχει υπογράψει), καθώς και η αναγνώριση ότι για την προστασία των κρίσιμων ενεργειακών υποδομών των κρατών-μελών θα πρέπει να ενεργοποιηθεί η ρήτρα αμοιβαίας άμυνας και η ρήτρα αλληλεγγύης. Τέλος, είναι ιδιαίτερα θετικό ότι καλείται η Τουρκία αφενός να σταματήσει να εμποδίζει τη συνεργασία ΝΑΤΟ-ΕΕ, επικαλούμενη το Κυπριακό, και αφετέρου να συνεργαστεί εποικοδομητικά για μια αποτελεσματικότερη σχέση μεταξύ των δύο οργανισμών. Η επιχειρηματολογία, φυσικά, δεν είναι εθνική. Μια κοινή αντίληψη σε πολιτικό επίπεδο του τι συνιστά ευρωπαϊκό χώρο άμυνας και ασφάλειας είναι πολιτική προϋπόθεση της «αμυντικής ολοκλήρωσης».
Η έκθεση, που υιοθετήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου και θα ψηφιστεί στις αρχές του Δεκεμβρίου από την Ολομέλεια, καλεί το Συμβούλιο να προωθήσει μια φιλόδοξη και ταυτόχρονα ρεαλιστική προσέγγιση στα ζητήματα της άμυνας και ασφάλειας. Δεν περιμένουμε θαύματα σε μακροχρόνια προβλήματα. Θα θέλαμε, ωστόσο, δείγματα πολιτικής βούλησης κι ένα σαφή πολιτικό προσανατολισμό με έναν οδικό χάρτη για τα επόμενα βήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου