Υπήρξαν πολλοί αναστεναγμοί ανακούφισης στην Ευρώπη τον τελευταίο καιρό. Χώρες όπως η Βρετανία και η Ισπανία, οι οποίες βρίσκονται από καιρό σε ύφεση, έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν σημάδια ανάκαμψης.
Ο ρυθμός αυτής της ανάκαμψης δεν είναι μεγάλος. Ωστόσο, είναι μεγάλη η πολιτική ανάγκη υποστήριξης του επιχειρήματος ότι όλη η δυστυχία που προκλήθηκε από τις φορολογικά σφιχτές οικονομικές πολιτικές άξιζε τον κόπο και ότι τα χειρότερα είναι πλέον στο παρελθόν και ότι η λιτότητα, συνεπώς, λειτούργησε.
Για μισό λεπτό. Η ανάπτυξη είναι καλό πράγμα. Η ανάπτυξη είναι αυτή που επιτρέπει στις χώρες να αποπληρώσουν το δημόσιο χρέος τους με την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, βάζοντας τους ανέργους να εργαστούν και οδηγώντας το λαό σε αρκετή ευημερία ώστε να πληρώνουν όλοι τους φόρους τους. Ωστόσο η ανάπτυξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος από μόνη της δεν είναι αρκετή για να παράσχει επαρκή βιώσιμη ευημερία αν δεν οδηγεί επίσης και στην αύξηση των θέσεων εργασίας.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ισπανίας, η οποία μόλις βγήκε από μία διετή ύφεση καταγράφοντας ρυθμό ανάπτυξης 0,1 τοις εκατό κατά το τρίτο τρίμηνο. Από τεχνικής άποψης, η ισπανική ύφεση έχει τελειώσει. Ωστόσο, αν ρίξουμε μια ματιά στα στοιχεία ανεργίας, βλέπουμε ότι η χώρα έχει πολύ δρόμο ακόμη προτού μπορέσει πραγματικά να ισχυριστεί ότι έχει ξεφύγει από τις αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας –με τη μορφή αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, περικοπών των δημόσιων δαπανών και μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά- η οποία επιβλήθηκε έμμεσα από τη Γερμανία μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Ισπανία, η ανεργία παραμένει πεισματικά υψηλή στο 26 τοις εκατό. Οι μισοί από τους νέους κάτω των 25 χρονών είναι άνεργοι. Παραπάνω από μισοί από τους νέους κάτω των 25 χρονών στην Ελλάδα και την Κροατία είναι επίσης άνεργοι. Στην Ευρώπη, μόνο στη Γερμανία και στην Αυστρία κυμαίνεται η ανεργία των νέων κάτω από το 10 τοις εκατό. Η Ελλάδα και η Ισπανία είναι πρώτες σε αυτόν τον θλιβερό κατάλογο χωρών με ανεργία άνω του 25 τοις εκατό, και 13 ακόμη χώρες βιώνουν επίπεδα ανεργίας άνω του 10 τοις εκατό.
Στην Ισπανία, όπου η οικονομική ανάπτυξη παρατηρείται μόνο στον τομέα των εξαγωγών, υπάρχουν λίγα στοιχεία που να δείχνουν ότι η οικονομία έχει πραγματικά διορθωθεί από αυτό το καθεστώς παρατεταμένης λιτότητας. Όπως το έθεσε και ένας αναλυτής, «η εγχώρια ζήτηση εξακολουθεί να συρρικνώνεται και, υπό αυτό το πλαίσιο, είναι δύσκολο να δούμε μία ισχυρή και βιώσιμη ανάκαμψη».
Η αδύναμη ανάπτυξη, δεν είναι αρκετή για να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που έχουν συνοδεύσει τη λιτότητα συνεπάγονται ότι η ανάπτυξη πρέπει να κυμαίνεται πλέον μεταξύ 1 και 1,5 τοις εκατό προτού δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Για να ενισχυθεί η αύξηση των θέσεων εργασίας, οι βιομηχανίες εντάσεως εργασίας, όπως οι κατασκευές, πρέπει να επεκταθούν. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο.
Στη Βρετανία, όπου η συντηρητική κυβέρνηση επέβαλε μέτρα λιτότητας δήθεν για να αποκρούσει την κρίση του δημόσιου χρέους και την υποτίμηση της λίρας –συρρικνώνοντας παράλληλα τον δημόσιο τομέα σύμφωνα με τις νέο-Θατσερικές της πεποιθήσεις- ανοίγουν σαμπάνιες για να γιορτάσουν την επίτευξη ενός τριμηνιαίου ρυθμού αύξησης της ανάπτυξης του 0,8 τοις εκατό. Το πολύ μέχρι την άνοιξη, η Βρετανία αναμένεται να επανέλθει σε ύφεση –μία τριπλή βουτιά που φαινόταν να είχε αποφύγει.
Αλλά, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του 1,5 τοις εκατό της Βρετανίας έχει επιτευχθεί επειδή χαλάρωσε στα μουλωχτά η αυστηρή λιτότητα. Σε μία αλλαγή πολιτικής από τον τολμηρό νέο διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, Mark Carney, τα επιτόκια διατηρούνται τεχνητά σε χαμηλά επίπεδα μέχρι να πέσει η ανεργία κάτω από το 7 τοις εκατό.
Η υποτονική ανάκαμψη τροφοδοτείται επίσης από μία πονηρή κυβερνητική επιδότηση υποθηκών η οποία βοηθά όσους αγοράζουν το πρώτο τους σπίτι και ενθαρρύνει τους κατασκευαστές. Ωστόσο, αυτή η κίνηση «φλερτάρει» με το είδος τεχνητής έκρηξης στις τιμές των σπιτιών που γονάτισε την παγκόσμια οικονομία το 2008.
Συνολικά, μετά από πέντε χρόνια λιτότητας, η ευρωζώνη, με την καθοδήγηση της έντονης προσήλωσης της Γερμανίας στην δημοσιονομική εγκράτεια την οποία έχει επιβάλλει στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, εξακολουθεί να έχει 11 χώρες σε αρνητική ανάπτυξη. Αυτές συμπεριλαμβάνουν την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ολλανδία, την Ισπανία και την Ιρλανδία. Οι μόνες χώρες που απολαμβάνουν ανάπτυξη άνω του 2 τοις εκατό είναι ειδικές περιπτώσεις μικρών χωρών: η Λιθουανία, η Μάλτα, το Λουξεμβούργο. Ακόμη και η Γερμανία, η παραδοσιακή δύναμη της ευρωπαϊκής ανάπτυξης και πρωταθλήτρια στην παγκόσμια λιτότητα, μπορεί φέτος να συγκεντρώσει αύξηση μόνο της τάξης του 0,5 τοις εκατό ετησίως.
Οι ισχυρισμοί ότι η λιτότητα έχει λειτουργήσει φαντάζουν υπερβολικοί υπό το φως ορισμένων αδιάσειστων στοιχείων. Ορισμένοι πολιτικοί που έρχονται αντιμέτωποι με εκλογές χρησιμοποιούν αυτά τα σημεία ζωής των εθνικών τους οικονομιών, υπερβάλλοντας για να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων –με την πεποίθηση ότι η επιθυμία θα φέρει και την πράξη.
Υπάρχει μία αίσθηση επίσης ότι είναι αδύνατο να κρατήσουν την αναπνοή τους για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οι ευρωπαίοι καταναλωτές χωρίς διάλειμμα. Η υπομονή εξαντλείται για ένα οικονομικό πείραμα το οποίο, μέχρι στιγμής, έχει αποτύχει να παράσχει αξιόπιστη λύση. Ακόμη και αν μία οικονομία τιμωρείται διαρκώς, κάποια στιγμή χρειάζεται να πάρει ανάσα.
Στην Ευρώπη, ωστόσο, τα πέντε χρόνια λιτότητας δείχνουν μικρά σημάδια ανταμοιβής για όλους όσους έχουν υποστεί την τιμωρία. Πίσω στον απόηχο του κραχ του 2008, δύο πιθανότητες ήταν ευρέως διαδεδομένες: μία ανάκαμψη σχήματος L· και ότι η μερική ανάκαμψη θα συνοδευόταν από ανεργία. Υπήρξαν συζητήσεις για τη «νέα νόρμα» σύμφωνα με την οποία οι οικονομίες θα επανέρχονταν σε ένα προηγούμενο, μικρότερο μέγεθος και θα άρχιζαν και πάλι να αναπτύσσονταν με διαφορετική, χαμηλότερη τροχιά.
Την άνοιξη του 2009 όλοι σκέφτονταν ότι οι παγκόσμιοι ηγέτες δεν θα είναι τόσο αφελείς ώστε να θεσμοθετήσουν τη χαμηλή ανάπτυξη και την υψηλή ανεργία εφαρμόζοντας αποπληθωριστικές πολιτικές, σαν να μην υποφέραμε από την κατάρρευση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων αλλά από υπερβολικά γρήγορη ανάπτυξη και αύξηση των τιμών. Ωστόσο, αυτό που τότε φαινόταν σαν περιττή απαισιοδοξία τώρα ερμηνεύεται ως προφητική σοφία.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν και πάλι τη ζοφερή αυτή πρόγνωση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λέει ότι η ευρωζώνη στο σύνολό της θα συρρικνωθεί κατά 0,4 τοις εκατό φέτος, από έτος σε έτος, ενώ προβλέπει συρρίκνωση 1,1 τοις εκατό για το επόμενο έτος. Η παραγωγή στην ευρωζώνη, ωστόσο, παραμένει περίπου 3 τοις εκατό χαμηλότερη από ό,τι το 2008.
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οικονομία της Βρετανίας θα αυξηθεί κατά 1,4 τοις εκατό φέτος και κατά 1,9 τοις εκατό το επόμενο έτος –αν και παραμένει 2,5 τοις εκατό χαμηλότερα από ό,τι στις αρχές του 2008. Η οργάνωση Βρετανών εργοδοτών, η Συνομοσπονδία της Βρετανικής Βιομηχανίας, είναι ακόμη πιο αισιόδοξη. Ισχυρίζεται ότι η οικονομία της Βρετανίας θα εκτοξευθεί στο 2,4 τοις εκατό το επόμενο έτος.
Αλλά, ακόμη και αν διατηρηθεί σταθερή η μέτρια ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, παραμένει άστατη και ικανή να ατονήσει πλήρως από τα προσωρινά πισωγυρίσματα όπως η διακοπή λειτουργίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Όπως επεσήμανε το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, ακόμη και η μικρή ευρωπαϊκή ανάκαμψη έλαβε χώρα στις πλάτες των συγκριτικά επεκτατικών οικονομικών πολιτικών των ΗΠΑ.
Το μεταπολεμικό οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας είχε πάντα ως κινητήριο μοχλό τις εξαγωγές. Τα τελευταία πέντε χρόνια, το Βερολίνο έχει υπερασπιστεί την ίδια την ύπαρξη του ευρώ διότι αυτό επιτρέπει στις γερμανικές εξαγωγές να τιμολογούνται συγκριτικά φθηνότερα, πολύ φθηνότερα από ό,τι θα τιμολογούνταν με βάση το γερμανικό μάρκο –το οποίο αντανακλούσε την πραγματική δύναμη της γερμανικής οικονομίας.
Σε συνδυασμό με αυτό, τα τελευταία πέντε χρόνια η Γερμανία έχει στριμώξει τους ευρωπαίους εταίρους της στο να υιοθετήσουν τη λιτότητα αντί να τους επιτρέψει να δανειστούν και να βγουν από τη Μεγάλη Ύφεση μέσω της ανάπτυξης. Μόνο η Βρετανία, εκτός ευρώ, έχει ξεφύγει σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές –ο θάνατός σου η ζωή μου- της Γερμανίας.
Είναι αδύνατο να προβλέψουμε το αποτέλεσμα του δρόμου που δεν πήραμε. Έτσι δε μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα είχε γίνει αν οι Ευρωπαίοι δεν είχαν υπαναχωρήσει στη συμφωνία που επετεύχθη μετά το κραχ του 2008 στη βιαστική διάσκεψη της G20 στην Ουάσιγκτον στο να εξασφαλίσουν ότι «η δράση μίας χώρας δεν θα αποβεί εις βάρος των άλλων ή εις βάρος της σταθερότητας του συστήματος στο σύνολό του». Θα ήμασταν τώρα σε έναν κόσμο με μεγαλύτερη ευημερία και εκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους στην εργασία.
Ωστόσο, φαίνεται πιθανό.
Δεν είναι δύσκολο, ωστόσο, να συμπεράνουμε που θα βρισκόμασταν τώρα αν η Αμερική δεν είχε εκλέξει ως πρόεδρο τον Μπαράκ Ομπάμα και αντ’ αυτού είχε εκλέξει τον Τζον Μακέιν, και αργότερα τον Μιτ Ρόμνεϊ. Αυτοί οι Ρεπουμπλικάνοι –με τη βοήθεια των φίλων τους από το Tea Party- μπορεί να είχαν επιβάλλει σκληρά μέτρα λιτότητας στην Αμερική ώστε να αποπληρώσει γρηγορότερα το εθνικό της χρέος και να μειωθεί δραστικά το μέγεθος του δημοσίου τομέα.
Θα βρισκόμασταν ακόμη σε βαθιά, ίσως και συνεχιζόμενη, ύφεση. Και αντί για της αχτίδα του φωτός που βλέπουν τώρα οι Ευρωπαίοι στον ορίζοντα, θα αγωνίζονταν και αυτοί σε μία ύφεση που παρόμοιά της δεν θα είχαμε δει για 85 χρόνια, από τότε που ο πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ κοίταζε μάταια την παγκόσμια οικονομία να κατρακυλά σε μία 10ετή ύφεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου