Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Και τώρα τί ;

του Σήφη Βαλυράκι

Η Ελλάδα αναγκάστηκε να ζητήσει την πολιτική και οικονομική στήριξη των ευρωπαίων εταίρων της, όταν το ελληνικό κράτος βρέθηκε σε αδυναμία, λόγω και της παγκόσμιας κρίσης, να χρηματοδοτήσει τις βασικές λειτουργίες του. Η χώρα μας λοιδορούμενη σαν το μαύρο πρόβατο της ΕΕ, εκβιαζόμενη από τα πράγματα και τους δανειστές, αναγκάστηκε να αποδεχθεί επαχθείς όρους δανεισμού της.

Τα προβλήματα για την Ελλάδα ήταν δύο. Το έλλειμμα, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που σημαίνει χαμηλή ανταγωνιστικότητα και το έλλειμμα στον ετήσιο προϋπολογισμό της. Ο δανεισμός για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων, σώρευσε διαχρονικά ένα υπερβολικό δημόσιο χρέος. Τα προβλήματα αυτά προϋπήρχαν όμως του μνημονίου και εξακολουθούν παρά την όποια βελτίωση, να αναμένουν και σήμερα την επίλυση τους.


Η πολιτική αντιπαράθεση «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» είναι αποπροσανατολιστική. Το πρόβλημα προϋπήρχε και οδήγησε στο «μνημόνιο».

Το ΔΝΤ και άλλοι θεωρούν ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν από τους δανειστές, δεν είχαν μελετηθεί επαρκώς. Τα μέτρα αυτά προκάλεσαν βαθειά, παρατεταμένη ύφεση και τεράστια ανεργία. Πρόσφατα ακούσαμε ότι η τρόικα των δανειστών, που λογοδοτεί στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, «έκανε λάθη, αλλά δεν υπήρχε εγχειρίδιο επίλυσης κρίσεων».

Μετά από έξη χρόνια εξαντλητικής λιτότητας και πέραν κάθε λογικής υπερφορολόγηση, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα δημόσιο χρέος που εξακολουθεί να είναι μην είναι «βιώσιμο».

Όταν η Ελλάδα προσχωρούσε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, είχε το υψηλότερο κρατικό χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας, οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της, ήταν σε πολύ καλλίτερη θέση και είχαν πολύ χαμηλότερο ποσοστό χρέους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Στο σημερινό αδιέξοδο διαπιστώνομε, ότι τα προγράμματα στήριξης, παρά τη μοναδική σε ύψος χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα. Απέτυχαν να μηδενίσουν τα ελλείμματα και να θέσουν υπό έλεγχο το δημόσιο χρέος. Οδήγησαν σε υπερχρέωση και στραγγαλίζουν κυριολεκτικά τον ιδιωτικό και τον κοινωνικό τομέα της Ελλάδας.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις προσέφυγαν μέχρι σήμερα, στην λύση των οριζόντιων περικοπών και της αύξησης των φορολογικών βαρών. Κατένειμαν έτσι κοινωνικά άδικα και οικονομικά παράλογα τα βάρη αντιμετώπισης της κρίσης.

Το πρόβλημα παραμένει στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της χώρας, στο υπερβολικό κόστος και την απαράδεκτα χαμηλή παραγωγικότητα του δημοσίου τομέα. Υπάρχει ανάγκη δραστικής μείωσης της σπατάλης του δημόσιου, στη πάταξη γραφειοκρατίας, διαφοράς και φοροδιαφυγής. Η ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα έχει μεν βελτιωθεί, ο ΟΟΣΑ όμως επισημαίνει πάνω από 500 ρυθμίσεις που προστατεύουν διάφορα συμφέροντα.

Η βαθειά και παρατεταμένη ύφεση, η υπερφορολόγηση και η ανεργία, γονατίζουν την οικονομία, εξανεμίζουν το εισόδημα και οδηγούν στη φτώχεια και την εξαθλίωση μεγάλα ποσοστά του ελληνικού πληθυσμού. Η δραστική μείωση της ζήτησης και η χρηματοδοτική ασφυξία, γονατίζουν την μικρή επιχείρηση που εξασφαλίζει την απασχόληση. Το κοινωνικό κόστος σε απώλεια θέσεων εργασίας, σε ανεργία ιδιαίτερα των νέων είναι πρωτοφανές. H κοινωνική συνοχή απειλείται και η διέξοδος από την κρίση εξελίσσεται σε μακρινό όνειρο. Αυτή η πορεία πρέπει να αναστραφεί.

Δεν έχει μέλλον και δεν επαρκεί πια η συμβατική επικοινωνιακή διαχείριση ενός γραφειοκρατικού, παρωχημένου και παρασιτικού κράτους, από ένα πολιτικό σύστημα, υποταγμένο στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Μιας δημόσιας διοίκησης και ενός αναπτυξιακού μοντέλου, που όχι μόνο δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις σημερινές προκλήσεις που εξελίσσονται ραγδαία, αλλά που έτσι και αλλιώς είναι μέρος και από τα αίτια του προβλήματος.

Οι Έλληνες πιστεύουν ότι η χώρα τους πρέπει να απαλλαγεί από τους τοποτηρητές των δανειστών και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει απέναντι τους .

Για να γίνει αυτό όμως χρειάζεται εθνικός σχεδιασμός, αυστηρή ιεράρχηση προτεραιοτήτων και στόχων, με έμφαση στην ανάπτυξη. Χρειάζονται πολιτικές μεταφοράς πόρων σε ανταγωνιστικές διεθνούς προσανατολισμού οικονομικές δραστηριότητες. Χρειάζεται πολιτική σταθερότητα και ευέλικτη τακτική γρήγορων αποφάσεων, στο πλαίσιο μιας νέας από μηδενική βάση διαπραγμάτευσης, με τους δανειστές μας.

Αυτό απαιτεί ένα άλλο συσχετισμό πολιτικής δύναμης, μια πολιτική συνεννόηση, συναίνεση και συμφωνία, όλων των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, σε μια στρατηγική σωτηρίας της χώρας.

Ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών μπορεί να μην είναι μακριά. Ο πολιτικός κόσμος λοιπόν γενικότερα, αυτοί που άσκησαν και οι δυνάμει διαχειριστές της εκτελεστικής εξουσίας ειδικότερα, οφείλουν εξαγνιστικά να ηγηθούν και να στρατευθούν πρώτοι σε μια τέτοια εθνική προσπάθεια, που απαιτεί διακυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Το ζήτημα δεν μπορεί να αφορά την επίλυση πολιτικών η ιδεολογικών διαφορών αλλά αποκλειστικά την αντιμετώπιση της κρίσης και την αποφυγή της επερχόμενης κατάρρευσης. Μια συγκροτημένη στρατηγική υπέρβασης της κρίσης, είναι αναγκαίο να στηριχθεί από μια πλατειά λαϊκή ενότητα στη κοινωνική βάση.

Το αίσθημα δικαίου, η σταθερότητα των κανόνων, η ορθολογική οργάνωση του νομοθετικού συστήματος, η γενική κωδικοποίηση της νομοθεσίας, η γρήγορη απονομή δικαιοσύνης, η ισότητα απέναντι στους νόμους, είναι όρος επιβίωσης της δημοκρατίας.

Απαιτούνται ανατροπές, δομικές διαρθρωτικές αλλαγές και γενναίες ριζικές μεταρρυθμίσεις, σε όλα τα θεσμικά επίπεδα. Η στρατηγική διεξόδου από την κρίση απαιτεί δίκαιη κατανομή των βαρών. Απαιτείται θετική προσδοκία και συμμετοχή από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού για την δημιουργία ενός κοινού οράματος για την πατρίδα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου