Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Ulrich Beck: Από τον Μακιαβέλι στην Μερκιαβέλι Peter Bofinger: Επιστροφή στο μάρκο;


του Γιώργου Σιακαντάρη 
Τελικά το πρόβλημα στη Νομισματική Ένωση είναι οι σπατάλες του τεμπέλη Νότου και  κυρίως αυτές της Ελλάδας; Μήπως, κατά παραχώρηση, δεχτούμε πως φταίει και η κακή αρχιτεκτονική του ευρώ; Αρκούν όμως μόνο αυτά τα δυο γεγονότα για να εξηγήσουν τη σημερινή κρίση;

Δύο πολλοί γνωστοί Γερμανοί επιστήμονες, ο κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ και ο οικονομολόγος Πέτερ Μπόφινγκερ αναλαμβάνουν, από τη δική του οπτική γωνία ο καθένας,  να διαλύσουν κάποιους ιδιαίτερα «δημοφιλείς» μύθους σε μαθητευόμενους θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού. Αν και οι επιστημονικές αφετηρίες των δύο είναι διαφορετικές, η κατάληξη τους είναι κοινή. Και οι δύο υποστηρίζουν, πως υπεύθυνες για την κακή πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η εφαρμοζόμενη πολιτική και ακολουθούν σε δεύτερο πλάνο οι οικονομικές της ατέλειες.

Ο Ούλριχ Μπεκ καθηγητής κοινωνιολογίας σε πολλά Πανεπιστήμια, υποστηρίζει πως η σημερινή ηγεσία της Γερμανίας βρίσκεται μπροστά στην απόφαση να υπάρχει ή να μην υπάρχει η Ευρώπη. Με το δικό του τρόπο ο Πέτερ Μπόφινγκερ καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Βύρτσμπουργκ και μέλος του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης, αναρωτιέται αν οι πολιτικές της γερμανικής κυβέρνησής καθοδηγούνται από τη βούληση της για έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ.
Ο Μπεκ θεωρεί πως αν θέλουμε «περισσότερη Ευρώπη» πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην κοινωνία και οι πολιτικές της γερμανικής Ευρώπης την ξεχνάνε πολύ και επικίνδυνα. Αν θέλουν «περισσότερη Ευρώπη», όπως δηλώνουν και οι Μέρκελ-Σόιμπλε, τότε υποστηρίζει ο Μπεκ, ο χειρότερος δρόμος για να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο είναι να πιέσουμε την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες να συνεχίσουν στο διηνεκές την πολιτική λιτότητας. Με τις ακολουθούμενες σήμερα πολιτικές, σύμφωνα με τον Μπεκ, αντί της «περισσότερης Ευρώπης» ανοίγεται μια τάφρος μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, ανάμεσα στα κράτη- πιστωτές και κράτη- οφειλέτες. Ταυτοχρόνως ανοίγει και άλλη μια τάφρος. Αυτή μεταξύ των κυβερνώντων ελίτ και  των απογοητευμένων λαών.

Το χειρότερο είναι πως οι πολίτες στο κάθε κράτος- μέλος χρησιμοποιούνται από επικίνδυνους δημαγωγούς για να στραφούν κατά των πολιτών άλλων κρατών-μελών. Έτσι τίθεται μια όχι και τόσο βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Αυτό όμως που κρύβεται πίσω από τις δήθεν οικονομικές αιτιολογίες για την κρίση του ευρώ και τα μέτρα που λαμβάνονται ώστε αυτή να ξεπεραστεί, είναι μια «εθνοκρατικής προέλευσης αντίληψη της πολιτικής» (σελ 43). Αυτή η εθνοκρατική αντίληψη του πολιτικού δεν είναι σε θέση σήμερα να λύσει τα προβλήματα που προκύπτουν από την κρίση του ευρώ.  Υπάρχουν εποχές της μικρής πολιτικής, που αυτή εφαρμόζει τους κανόνες και εποχές της μεγάλης πολιτικής που η πολιτική αλλάζει τους κανόνες. Η πολιτική ηγεσία της  Γερμανίας εφαρμόζει κανόνες, αλλά δεν τους αλλάζει.
Η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι κρίση χρέους αλλά πολιτικής. Σ’ αυτό συμφωνεί απόλυτα και ο Μπόφινγκερ, όπως θα δούμε παρακάτω. Θα συνεχίσω όμως με τον Μπεκ. Γι’ αυτόν το θέμα δεν είναι να αποτραπεί η κατάρρευση του ευρώ, αλλά η αποτροπή της κατάρρευσης των ευρωπαϊκών αξιών.
Προς αυτή την κατεύθυνση δεν βοηθάει η μακιαβελική πολιτική της Μέρκελ. Από εδώ και η αναφορά του σε πολιτικές Μερκιαβέλι. Αυτές οι πολιτικές ανάγονται σε τέσσερεις συνιστώσες. Η πρώτη είναι η άρνηση της Μέρκελ να απαντήσει καθαρά στο ερώτημα αν τα κράτη-οφειλέτες πρέπει να ενισχυθούν με γερμανικά χρήματα ή όχι. Η απάντηση της είναι ένα μακιαβελικό «νόχι». Η δεύτερη συνιστώσα αφορά τη ροπή που έχει η πολιτική Μερκιαβέλλι να μη κάνει τίποτα, η ροπή προς την αναποφασιστικότητα. Τρίτη είναι αυτή που θέλει το ζήτημα της εθνικής επανεκλογής να εμφανίζεται ως προαπαιτούμενο για την οικοδόμηση της Ευρώπης. Και η τέταρτη συνιστώσα Μερκιαβέλι είναι η προώθηση της μαγικής φόρμουλας που λέγεται λιτότητα ως φάρμακο για τη νόσο της Ευρώπη. Η προώθηση δηλαδή μιας επιμέρους πλευράς της γερμανικής κουλτούρας ως κουλτούρας της Ευρώπης. Γι’ όλους αυτούς τους λόγους ο Μπεκ ανησυχεί πως οδηγούμαστε προς μια γερμανική Ευρώπη.
Εδώ θα μου επιτρέψετε μια παρέμβαση. Ο Μακιαβέλι είναι ιδιαίτερα αδικημένος, όταν παρουσιάζεται ως εμπνευστής αυτών των πολιτικών. Ο Μπεκ το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τον καθένα μας, αλλά χρησιμοποιεί αυτό το τρικ για να τονίσει πόσο καταστροφική είναι η πολιτική της σημερινής γερμανικής ηγεσίας.
Και αν ο Μπεκ μιλάει για τον πολιτικό ανορθολογισμό του μερκιαβελισμού ο Μπόφινγκερ μας μιλάει για τον οικονομικό ανορθολογισμό των πολιτικών «Σόιμπλε». Για τον Μπόφινγκερ οι ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές δεν είναι απλά καταστροφικές, αλλά και δεν δικαιολογούνται ούτε από τα ίδια τα στοιχεία της οικονομικής κατάστασης των χωρών του Νότου.
Πρώτα έχουμε μια λάθος διάγνωση και μετά μια λάθος θεραπεία. Η λάθος διάγνωση συνίσταται στην άποψη σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα ξεκινάει από το διογκωμένο δημόσιο χρέος. Όπως ο ίδιος δείχνει, με στοιχεία,  η Ε.Ε είναι σε χειρότερη κατάσταση σε σχέση με το δημόσιο χρέος της, μόνο όσον αφορά την Κίνα και την Ινδία και σε πολύ καλύτερη από ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Ιαπωνία. Αλλά και χώρες όπως η Ελλάδα πάσχουν περισσότερο από τα χαμηλά τους έσοδα και όχι από τις υψηλές δαπάνες τους. Εξάλλου όπως υποστηρίζει η Ελλάδα έχει πετύχει μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση και αυτό που την εμποδίζει να προχωρήσει στην ανάπτυξη δεν είναι η μη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, αλλά το ακριβώς αντίθετο: ο μονοδιάστατος χαρακτήρας τους. Μεταρρυθμίσεις που αφορούν μόνο το κράτος και όχι την αγορά και τις κινήσεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς, γιατί ενστερνίζονται το δόγμα πως γι’ όλα τα προβλήματα ευθύνεται μόνο το κράτος και καθόλου η αγορά. Έτσι «πέρα από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν διακρίνεται καμία ανάγκη κρατικών πολιτικών για τη μεγέθυνση στις προβληματικές  χώρες» (σελ 86). Και όμως όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, αν όχι η Ελλάδα, τουλάχιστον η Ιρλανδία και η Ισπανία δεν πάσχουν από το κράτος, αλλά από την αγορά τους. Αλλά και αυτή η «κακόμοιρη» Ελλάδα, παρά τις κοιβνοτοίες που κάποιοι διαδίδουν, έχει εργαζόμενους που δουλεύουν πολύ περισσότερο από τους εργαζόμενους άλλων χωρών, εργαζόμενους που συνταξιοδοτούνται πολύ αργότερα από τους εργαζόμενους άλλων κρατών. Ενώ και οι εύποροι φοροφυγάδες της Γερμανίας δεν είναι λιγότεροι από τους συναδέλφους τους στην Ελλάδα ( σ. σ 78-79).
Εξάλλου δεν διστάζει να ανακηρύξει ως μια από τις πιο σημαντικές αιτίες της σημερινής κρίσης το ότι στο διάστημα από το 1999 ως το 2009, ενώ σημειώθηκαν υπερβολικές αυξήσεις  μισθών σε πολλές χώρες της Ε.Ε, στη Γερμανία οι μισθοί  έμειναν πολύ πίσω από την πρόοδο της παραγωγικότητας. Αν το διαβάσουμε αυτό σωστά θα δούμε, που βρίσκεται μια από τις βαθύτερες αιτίες των ελλειμμάτων του Νότου. Χωρίς βεβαίως  κανένας σοβαρός αναλυτής να υποστηρίζει πως ο Νότος δεν ζούσε πάνω από την παραγωγικότητα του. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως σήμερα πρέπει να εφαρμοστούν «εκδικητικές» πολιτικές που θα αυξάνουν, αντί να μειώνουν, τα ελλείμματα του Νότου.
Ο Μπόφινγκερ, αντιθέτως απ’ όσα οι «αδιάβαστοι» υποστηρικτές του οικονομικού φιλελευθερισμού διαδίδουν, δείχνει ότι οι προβληματικές χώρες έχουν εξοικονομήσει περισσότερα απ’ όσα χρειάζονταν και απ’ όσα μπορούσαν. Προσωπικά θα έλεγα, πως αυτό που τις εμποδίζει απ’ εδώ και πέρα, δεν είναι ότι καταναλώνουν περισσότερα απ’ όσα παράγουν, αλλά το ότι οι πολιτικές λιτότητας που υποχρεώνονται να ακολουθήσουν, δεν τους επιτρέπουν να παράγουν περισσότερα απ’ όσα καταναλώνουν.
Για να βγούμε από την κρίση και οι δυο αυτοί μεγάλοι Ευρωπαίοι Γερμανοί προτείνουν περισσότερη πολιτική, περισσότερη Ευρώπη, περισσότερο ορθολογικά λειτουργών κράτος και λιγότερη ανεξέλεγκτη χρηματοοικονομική αγορά. Καιρός είναι να τους ακούσουν οι Ευρωπαίοι, αν θέλουν μια Ενιαία Ευρώπη και όχι μια Γερμανική Ευρώπη.

Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ 06-07-2013
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου