Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Οικονομολόγοι Δυτικής Κρήτης: Στα 28 δις. η φοροδιαφυγή τον Δεκέμβριο του '13

Αξιοποιώντας τραπεζικά δεδομένα σχετικά με το δανεισμό των νοικοκυριών, το Οικονομικό Επιμελητήριο εκτιμά  ότι η διαφεύγουσα φορολογητέα ύλη εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες το 2009 στην Ελλάδα ανέρχεται στα 28 δισ. ευρώ.


Διαπιστώνουμε ότι οι ιατροί, οι μηχανικοί, οι καθηγητές, οι οικονομολόγοι και σύμβουλοι επιχειρήσεων, οι λογιστές και οι δικηγόροι έχουν τον υψηλότερο λόγο πραγματικού προς δηλωθέν εισόδημα (βλ. τον ακόλουθο πίνακα). Τα αποτελέσματα μας παραμένουν συνεπή σε διαφορετικά δείγματα και μοντέλα.
Σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση του Επιμελητηρίου Δυτικής Κρήτης:


Η εκτίμησή μας αυτή βασίζεται σε μία νέα προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία σε χώρες όπως η Ελλάδα στις οποίες έχει διαμορφωθεί ένα περιβάλλον, στο οποίο οι οικονομικές μονάδες (άτομα και επιχειρήσεις) ενεργούν μεν μέσα στο πλαίσιο της επίσημης οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα αποκρύπτουν, μερικώς, εισοδήματα από τις φορολογικές αρχές, ο ιδιωτικός τομέας και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να παραμείνουν ανταγωνιστικά προσαρμόζονται σε αυτό το περιβάλλον. Αυτό το περιβάλλον χαρακτηρίζεται ως «μερικώς τυπικό» (semi-formal).


Οι τράπεζες προσαρμόζονται στο εν λόγω μερικώς τυπικό περιβάλλον προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές, χορηγώντας δάνεια βάσει των εκτιμήσεών τους για τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών και όχι βάσει των δηλωθέντων εισοδημάτων τους.Ως απόδειξη της εν λόγω προσαρμογής, σημειώνουμε ότι ο αυτοαπασχολούμενος στην Ελλάδα εμφανίζεται να δαπανά το 82% των δηλωθέντων εισοδημάτων του στην εξυπηρέτηση χρεών (σε ορισμένους κλάδους π.χ. χρηματοπιστωτικών, ιατρικών και νομικών υπηρεσιών, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 100%). Είναι εύληπτο ότι η πιθανότητα να πηγαίνουν 82 λεπτά από κάθε ευρώ του μισθού στην εξυπηρέτηση χρεών είναι πρακτικά ανέφικτη.


Ο γενικός κανόνας για την χορήγηση πιστώσεων υποδεικνύει τη μη χορήγηση δανείου, στην περίπτωση που το αναγκαίο ποσό για την εξυπηρέτηση των χρεών υπερβαίνει το 30% του εισοδήματος. Συνεπώς, οι τράπεζες προσαρμόζουν τις αποφάσεις τους, αναφορικά με τη χορήγηση πιστώσεων, συνεκτιμώντας ότι το πραγματικό εισόδημα είναι υψηλότερο του δηλωθέντος.

Στόχος της εργασίας μας είναι να αξιοποιήσουμε τα λεπτομερή δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας, προκειμένου να παρέχουμε μια εκτίμηση της φοροδιαφυγής συνολικά στην Ελλάδα αλλά και ανά επαγγελματικό κλάδο. Επίσης, επιχειρούμε την ανάλυση των παραγόντων που επιτρέπουν τη συνέχιση της φοροδιαφυγής. Χρησιμοποιούμε μία πλούσια βάση δεδομένων σχετικά με τις αιτήσεις καταναλωτικής πίστης η οποία περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που συνεκτιμούνται από την τράπεζα στα μοντέλα αξιολόγησης της πιστοληπτικής της ικανότητας των πελατών. Συνδυάζουμε τα δεδομένα αυτά με τα στοιχεία από τις ελληνικές φορολογικές αρχές που αφορούν στο εισόδημα και την κατανομή του πλούτου ανά ταχυδρομικό κώδικα.


Με βάση τις αποφάσεις που αφορούν στην πιστοληπτική ικανότητα των ατόμων που υποβάλλουν αίτηση για μακροπρόθεσμα δάνεια, πιστωτικές κάρτες, αναχρηματοδοτήσεις και στεγαστικά δάνεια, εκτιμούμε ποιο θα πρέπει να είναι το ύψος του πραγματικού εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων για να μπορεί να υποστηρίξει το επίπεδο των χορηγούμενων πιστώσεων. Το βασικό μας αποτέλεσμα αφορά σε ένα σύνολο πολλαπλασιαστών εισοδήματος για κάθε επαγγελματικό κλάδο, που αποτελεί το λόγο πραγματικού προς δηλωθέντος εισοδήματος.

Εκτιμούμε ότι τα μη δηλωθέντα φορολογητέα εισοδήματα για το 2009 ανέρχονται στα 28 δισεκατομμύρια ευρώ, μόνο για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Με φορολογικό συντελεστή 40%, τα διαφυγόντα φορολογικά έσοδα υπολογίζονται στο 31% του ελλείμματος του προϋπολογισμού του 2009 (ή στο 48% του 2008). Το μέσο πραγματικό εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων είναι 1,92 φορές μεγαλύτερο από το δηλωθέν. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι συντηρητικές για δύο λόγους: Πρώτον, οι τράπεζες μπορεί να προβαίνουν σε κούρεμα της εκτίμησής τους για το πραγματικό εισόδημα, στο βαθμό που είναι λιγότερο πρόθυμες να προβούν σε δανεισμό βάσει του αδήλωτου εισοδήματος (σε σχέση με τα δηλωθέντα εισοδήματα). Δεύτερον, οι εκτιμήσεις μας βασίζονται στην υπόθεση ότι οι μισθωτοί δεν φοροδιαφεύγουν.

Διαπιστώνουμε ότι οι ιατροί, οι μηχανικοί, οι καθηγητές, οι οικονομολόγοι και σύμβουλοι επιχειρήσεων, οι λογιστές και οι δικηγόροι έχουν τον υψηλότερο λόγο πραγματικού προς δηλωθέν εισόδημα (βλ. τον ακόλουθο πίνακα). Τα αποτελέσματα μας παραμένουν συνεπή σε διαφορετικά δείγματα και μοντέλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου