του Μιχάλη Κορδαλή
Η σφαγή του Διστόμου αλλά και ευρύτερα η διεκδίκηση των οφειλόμενων από μέρους του γερμανικού δημοσίου αποζημιώσεων δεν είναι ένα θέμα που πρέπει να προσεγγίζεται επετειακά ή για λόγους εντυπώσεων που αφορούν μόνο τα κομματικά ακροατήρια.
Δεν μπορεί να λογίζεται ως ένα "ελ Ντοράντο" εσόδων δημαγωγικής ευκολίας που θα μας επιτρέψει δήθεν να αποφύγουμε άλλες μας υποχρεώσεις μα με το σεβασμό που αρμόζει στην αξία της ανθρώπινης ζωής, την αξία των ζωών που χάθηκαν στο Δίστομο και σε όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Είναι ζήτημα όχι μόνο ελληνικής αλλά διεθνούς συλλογικής μνήμης, ζήτημα Δημοκρατίας και πολιτικής ηθικής.
Είναι ένα μεγάλο θέμα εθνικής αλλά και πανανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η πρόσφατη εμπειρία της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για το ζήτημα όχι των πολεμικών επανορθώσεων αλλά της αποζημίωσης των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου, παρά την σε πρώτη φάση αρνητική έκβαση της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέλος της διεκδίκησης αλλά ως σκαλοπάτι μιας εξελικτικής νομικής διαδικασίας, μιας πορείας προς την τελική δικαστική δικαίωση.
Μιας πορείας που για να φτάσει στη Χάγη πέρασε από το Πρωτοδικείο Λιβαδειάς, το Εφετείο Αθηνών και τον Άρειο Πάγο ως τα δικαστήρια της Φλωρεντίας.
Μια πορεία που ξεκίνησε το 1997 όταν ο ο δικηγόρος και πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ι.Σταμούλης κατέθεσε ομαδική αγωγή των συγγενών των 218 θυμάτων της σφαγής του Διστόμου κατά του γερμανικού δημοσίου ζητώντας αποζημίωση για ψυχική οδύνη αλλά και για τις καταστροφές που προκάλεσαν τα ναζιστικά στρατεύματα, πυρπολώντας τα σπίτια ολόκληρου του χωριού.
Η απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς τότε, επιδίκασε περίπου 9,5 δισ. δραχμές στους συγγενείς των νεκρών του Διστόμου. Η αποζημίωση αυτή όμως αφορούσε μόνο την ηθική ικανοποίηση των συγγενών κι όχι τις υλικές ζημίες.
Οι εκπρόσωποι του γερμανικού δημοσίου προσέφυγαν στο Εφετείο Αθηνών το οποίο έκρινε ορθή την απόφαση του Πρωτοδικείου. Το ίδιο έπραξε λίγο αργότερα και ο Άρειος Πάγος όταν οι Γερμανοί προσέφυγαν κατά της απόφασης του Εφετείου με την υπόθεση να εκδικάζεται στην Ολομέλεια και με την απόφαση υπ΄αριθμ. 12 του 2000 ,με 16 υπέρ και 4 κατά, να απορρίπτει τελικά τη "γερμανική" προσφυγή.
Ωστόσο, παρά τις διαδοχικές νίκες των Διστομιτών και την άρνηση του γερμανικού δημοσίου να ικανοποιήσει την απόφαση του δικαστηρίου, κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στο γερμανικό δημόσιο ουδέποτε έγινε στην Ελλάδα.
Κι αυτό γιατί σύμφωνα με το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου χωρίς την προηγούμενη χορήγηση άδειας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για λόγους που αφορούν προφανώς στις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική της πατρίδας μας.
Η άδεια αυτή δεν δόθηκε ποτέ.
Τη λύση όμως έδωσε έστω και προσωρινά ο Κανονισμός 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που ορίζει ότι απόφαση εκτελεστή σε μια χώρα εκτελείται και στις υπόλοιπες χώρες της Ενωμένης Ευρώπης.
Συνεπώς, αμετάκλητες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων όπως αυτή του Πρωτοδικείου της Λιβαδειάς θα μπορούσαν να κηρυχτούν εκτελεστές σε άλλο κράτος- μέλος της Ε.Ε.
Η προσφυγή του γερμανικού δημοσίου στο Πρωτοδικείο Φλωρεντίας, του τόπου που συνιστούσε και τον τόπο εκτέλεσης που επέλεξε ο Ι. Σταμούλης, πυροδότησε τις εξελίξεις.
Η προσπάθεια ακύρωσης των εκεί κατασχέσεων και η ακολουθούμενη απόρριψη της προσφυγής αυτής σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο Φλωρεντίας με το Corte Suprema di Cassazione, τον ιταλικό Άρειο Πάγο να αποφαίνεται τελικά καταφατικά ως προς τη νομιμότητα των κατασχέσεων οδήγησαν τη Γερμανία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Στη διαμάχη αυτή Ιταλίας - Γερμανίας με φόντο τη σφαγή του Διστόμου η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Γιώργο Παπανδρέου σε μια κίνηση ισχυρού πολιτικού συμβολισμού και παρά την αρνητική δημοσιονομική συγκυρία για τη χώρα μας, έπραξε αυτό που θεωρούνταν μεν, όμως δεν ήταν στην πράξη ως τότε, αυτονόητο.
Άσκησε παρέμβαση υπέρ της ιταλικής επιχειρηματολογίας και συνεπώς υπέρ της ικανοποίησης των αξιώσεων των συγγενών των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στο Δίστομο αξιοποιώντας το δικαίωμα που της δίνει το άρθρο 62 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου το οποίο και είναι προσαρτημένο στο Χάρτη του ΟΗΕ.
Ήταν "η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση έπαιρνε θέση" στο εν λόγω ζήτημα όπως θα πει η δικηγόρος των συγγενών των θυμάτων Κ.Σταμούλη.
Ή μάλλον καλύτερα η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση έπαιρνε ξεκάθαρα θέση υπέρ των Διστομιτών.
Μιας και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις υπήρξαν αρνητικές όταν χρειάστηκε η αρωγή τους κυρίως ως προς τη χορήγηση της άδειας που προβλέπει το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στάση που εκφράστηκε μέσα από την άρνηση των εκάστοτε Υπουργών Δικαιοσύνης να επιτρέψουν την εκτέλεση της απόφασης του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς κατά των εν Ελλάδι περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου.
Ωστόσο, η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν δικαίωσε τις όποιες προσδοκίες.
Οι κατά πολλούς "διστακτική" απόφαση του είχε ως γνώμονα να διατηρήσει ισορροπίες και να μη δημιουργήσει κλίμα νομικής ανασφάλειας μέσα από αλλεπάλληλες αντίστοιχες περιπτώσεις συγγενών θυμάτων ανά την Ευρώπη που πιθανόν η ηθική τους ικανοποίηση να οδηγούσε σε διακρατικές εντάσεις και δικαστικές διενέξεις.
Βέβαια, η οχύρωση της Γερμανίας πίσω από την αρχή της ετεροδικίας, της κατά τα άλλα αυτονόητης, εθιμικής κρατικής ασυλίας που επιτρέπει την μη υπαγωγή ενός κράτους στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλων κρατών χωρίς τη θέλησή του, είναι τουλάχιστον αναχρονιστική κι ασυμβίβαστη με κάθε αίσθημα δικαίου.
"Διότι δεν μπορεί η Γερμανία να παραδέχεται ανοιχτά ότι πραγματοποίησε τη σφαγή στο Δίστομο αλλά να μην επιθυμεί η παραδοχή αυτή να έχει κάποια πρακτική συνέπεια."
Άλλωστε όπως έχει υποστηριχθεί από έγκριτους Έλληνες και Ευρωπαίους νομικούς και διεθνολόγους, εγκλήματα όπως αυτά που διέπραξαν οι Ναζί στο Δίστομο προσβάλλουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και συνιστούν ius cogens οπότε και υπερισχύουν κάθε άλλης αρχής του διεθνούς δικαίου.
Αυτή υπήρξε άλλωστε και η λογική που επέτρεψε την άμβλυνση της έννοιας της ετεροδικίας τόσο κατά τον δικό μας Άρειο Πάγο όσο και κατά το ιταλικό Ανώτατο Δικαστήριο.
Έτσι, αν και παρότι το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορούν να εκτελεστούν σε ιταλικό έδαφος οι δικαστικές αποφάσεις εις βάρος της Γερμανίας, δεν αποκλείει ότι, ο δικαστικός αγώνας μπορεί να συνεχιστεί τελικά, ακόμη και σε γερμανικά δικαστήρια που έχουν στο παρελθόν δικαιώσει θύματα του πολέμου.
Παράλληλα, οφείλει να αξιοποιηθεί η έστω σημειολογικού χαρακτήρα προτροπή του Προέδρου του Δικαστηρίου, Hisashi Owada για την έναρξη διαπραγματεύσεων με σκοπό την αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων.
Διαπραγματεύσεις οι οποίες δεν ξεκίνησαν και δεν έγιναν ποτέ.
Γι' αυτό και -όπως έχει υποστηρίξει και ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστήμιου, Στέλιος Περράκης, που εκπροσώπησε τη χώρα μας στη Χάγη,- υπό τις παρούσες συνθήκες θα ήταν χρήσιμη η διατύπωση μιας ρηματικής διακοίνωσηςπου θα θέτει εκ νέου το ζήτημα και θα προσκαλεί τη γερμανική κυβέρνηση σε διάλογο.
Ρηματική διακοίνωση που δε σημαίνει ασφαλώς την αφετηρία μιας πολεμικού τύπου αντιπαράθεσης με μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση αλλά την αφετηρία διαλόγου για την επίλυση μιας υπαρκτής διαφοράς υπό το φως του διεθνούς δικαίου και της πολιτικής διπλωματίας.
Σε όλα αυτά υπάρχει ένας εύλογος αντίλογος.
Μα είναι δυνατόν η Ελλάδα με δεδομένη την δημοσιονομική πραγματικότητα και την πολιτική και οικονομική δυναμική της Γερμανίας να επιλέξει την ανακίνηση ενός τόσο έντονα φορτισμένου πολιτικά, οικονομικά και συναισθηματικά ζητήματος?
Ένα έμπειρο διπλωματικό μάτι, με τη ψυχρή υπολογιστική θεώρηση της ανάλυσης των συνθηκών ίσως επέμενε περισσότερο στην ανάγκη στάθμισης του διεθνούς πολιτικού περιβάλλοντος και τη δυνατότητα πειστικής προβολής της όποιας αξίωσης.
Όμως η πραγματικότητα, η ζωή και η κυρίως η ηθική δικαίωση δεν χωρούν σε δοκιμαστικούς σωλήνες.
Οι συνθήκες μπορεί να μην είναι ποτέ ώριμες.
Η πολιτική ηγεσία της πατρίδας μας ωστόσο οφείλει να τις συνδιαμορφώσει ώστε να ωριμάσουν. Οφείλει να προετοιμάσει το έδαφος με την κατάλληλη πολιτική και κυρίως νομική προπαρασκευή.
Σε κάθε περίπτωση όχι μόνο το Δίστομο αλλά δεκάδες μαρτυρικές περιοχές σε όλη την Ελλάδα, τα Καλάβρυτα, η Κάνδανος, το Λιδωρίκι στέκονται εκεί για να μας υπενθυμίζουν το ιστορικό μας καθήκον ως πολίτες και ως κοινωνία.
Το καθήκον όχι εκδίκησης αλλά διεκδίκησης της αποκατάστασης της Δικαιοσύνης και του δικαιώματος στην Ιστορική Μνήμη, μέσα σε ένα περιβάλλον αλληλεγγύης, πραγματικής συνεργασίας και διακρατικής συνεννόησης.
Ένα περιβάλλον που θα τιμά το παρελθόν και θα ελπίζει στο παρόν και το μέλλον που είναι η προστασία του ανθρώπου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.
Στο δρόμο της δικαίωσης, η απόφαση της Χάγης δεν είναι τέλος αλλά στάση και επαναχάραξη της πορείας μας προς τον τελικό προορισμό.
Σ' αυτό το ανηφορικό μονοπάτι, το Δίστομο μας περιμένει ακόμη...
Η σφαγή του Διστόμου αλλά και ευρύτερα η διεκδίκηση των οφειλόμενων από μέρους του γερμανικού δημοσίου αποζημιώσεων δεν είναι ένα θέμα που πρέπει να προσεγγίζεται επετειακά ή για λόγους εντυπώσεων που αφορούν μόνο τα κομματικά ακροατήρια.
Δεν μπορεί να λογίζεται ως ένα "ελ Ντοράντο" εσόδων δημαγωγικής ευκολίας που θα μας επιτρέψει δήθεν να αποφύγουμε άλλες μας υποχρεώσεις μα με το σεβασμό που αρμόζει στην αξία της ανθρώπινης ζωής, την αξία των ζωών που χάθηκαν στο Δίστομο και σε όλη την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Είναι ζήτημα όχι μόνο ελληνικής αλλά διεθνούς συλλογικής μνήμης, ζήτημα Δημοκρατίας και πολιτικής ηθικής.
Είναι ένα μεγάλο θέμα εθνικής αλλά και πανανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η πρόσφατη εμπειρία της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για το ζήτημα όχι των πολεμικών επανορθώσεων αλλά της αποζημίωσης των συγγενών των θυμάτων του Διστόμου, παρά την σε πρώτη φάση αρνητική έκβαση της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέλος της διεκδίκησης αλλά ως σκαλοπάτι μιας εξελικτικής νομικής διαδικασίας, μιας πορείας προς την τελική δικαστική δικαίωση.
Μιας πορείας που για να φτάσει στη Χάγη πέρασε από το Πρωτοδικείο Λιβαδειάς, το Εφετείο Αθηνών και τον Άρειο Πάγο ως τα δικαστήρια της Φλωρεντίας.
Μια πορεία που ξεκίνησε το 1997 όταν ο ο δικηγόρος και πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ι.Σταμούλης κατέθεσε ομαδική αγωγή των συγγενών των 218 θυμάτων της σφαγής του Διστόμου κατά του γερμανικού δημοσίου ζητώντας αποζημίωση για ψυχική οδύνη αλλά και για τις καταστροφές που προκάλεσαν τα ναζιστικά στρατεύματα, πυρπολώντας τα σπίτια ολόκληρου του χωριού.
Η απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς τότε, επιδίκασε περίπου 9,5 δισ. δραχμές στους συγγενείς των νεκρών του Διστόμου. Η αποζημίωση αυτή όμως αφορούσε μόνο την ηθική ικανοποίηση των συγγενών κι όχι τις υλικές ζημίες.
Οι εκπρόσωποι του γερμανικού δημοσίου προσέφυγαν στο Εφετείο Αθηνών το οποίο έκρινε ορθή την απόφαση του Πρωτοδικείου. Το ίδιο έπραξε λίγο αργότερα και ο Άρειος Πάγος όταν οι Γερμανοί προσέφυγαν κατά της απόφασης του Εφετείου με την υπόθεση να εκδικάζεται στην Ολομέλεια και με την απόφαση υπ΄αριθμ. 12 του 2000 ,με 16 υπέρ και 4 κατά, να απορρίπτει τελικά τη "γερμανική" προσφυγή.
Ωστόσο, παρά τις διαδοχικές νίκες των Διστομιτών και την άρνηση του γερμανικού δημοσίου να ικανοποιήσει την απόφαση του δικαστηρίου, κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στο γερμανικό δημόσιο ουδέποτε έγινε στην Ελλάδα.
Κι αυτό γιατί σύμφωνα με το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου χωρίς την προηγούμενη χορήγηση άδειας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για λόγους που αφορούν προφανώς στις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική της πατρίδας μας.
Η άδεια αυτή δεν δόθηκε ποτέ.
Τη λύση όμως έδωσε έστω και προσωρινά ο Κανονισμός 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που ορίζει ότι απόφαση εκτελεστή σε μια χώρα εκτελείται και στις υπόλοιπες χώρες της Ενωμένης Ευρώπης.
Συνεπώς, αμετάκλητες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων όπως αυτή του Πρωτοδικείου της Λιβαδειάς θα μπορούσαν να κηρυχτούν εκτελεστές σε άλλο κράτος- μέλος της Ε.Ε.
Η προσφυγή του γερμανικού δημοσίου στο Πρωτοδικείο Φλωρεντίας, του τόπου που συνιστούσε και τον τόπο εκτέλεσης που επέλεξε ο Ι. Σταμούλης, πυροδότησε τις εξελίξεις.
Η προσπάθεια ακύρωσης των εκεί κατασχέσεων και η ακολουθούμενη απόρριψη της προσφυγής αυτής σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο Φλωρεντίας με το Corte Suprema di Cassazione, τον ιταλικό Άρειο Πάγο να αποφαίνεται τελικά καταφατικά ως προς τη νομιμότητα των κατασχέσεων οδήγησαν τη Γερμανία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Στη διαμάχη αυτή Ιταλίας - Γερμανίας με φόντο τη σφαγή του Διστόμου η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Γιώργο Παπανδρέου σε μια κίνηση ισχυρού πολιτικού συμβολισμού και παρά την αρνητική δημοσιονομική συγκυρία για τη χώρα μας, έπραξε αυτό που θεωρούνταν μεν, όμως δεν ήταν στην πράξη ως τότε, αυτονόητο.
Άσκησε παρέμβαση υπέρ της ιταλικής επιχειρηματολογίας και συνεπώς υπέρ της ικανοποίησης των αξιώσεων των συγγενών των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στο Δίστομο αξιοποιώντας το δικαίωμα που της δίνει το άρθρο 62 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου το οποίο και είναι προσαρτημένο στο Χάρτη του ΟΗΕ.
Ήταν "η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση έπαιρνε θέση" στο εν λόγω ζήτημα όπως θα πει η δικηγόρος των συγγενών των θυμάτων Κ.Σταμούλη.
Ή μάλλον καλύτερα η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση έπαιρνε ξεκάθαρα θέση υπέρ των Διστομιτών.
Μιας και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις υπήρξαν αρνητικές όταν χρειάστηκε η αρωγή τους κυρίως ως προς τη χορήγηση της άδειας που προβλέπει το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στάση που εκφράστηκε μέσα από την άρνηση των εκάστοτε Υπουργών Δικαιοσύνης να επιτρέψουν την εκτέλεση της απόφασης του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς κατά των εν Ελλάδι περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου.
Ωστόσο, η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν δικαίωσε τις όποιες προσδοκίες.
Οι κατά πολλούς "διστακτική" απόφαση του είχε ως γνώμονα να διατηρήσει ισορροπίες και να μη δημιουργήσει κλίμα νομικής ανασφάλειας μέσα από αλλεπάλληλες αντίστοιχες περιπτώσεις συγγενών θυμάτων ανά την Ευρώπη που πιθανόν η ηθική τους ικανοποίηση να οδηγούσε σε διακρατικές εντάσεις και δικαστικές διενέξεις.
Βέβαια, η οχύρωση της Γερμανίας πίσω από την αρχή της ετεροδικίας, της κατά τα άλλα αυτονόητης, εθιμικής κρατικής ασυλίας που επιτρέπει την μη υπαγωγή ενός κράτους στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων άλλων κρατών χωρίς τη θέλησή του, είναι τουλάχιστον αναχρονιστική κι ασυμβίβαστη με κάθε αίσθημα δικαίου.
"Διότι δεν μπορεί η Γερμανία να παραδέχεται ανοιχτά ότι πραγματοποίησε τη σφαγή στο Δίστομο αλλά να μην επιθυμεί η παραδοχή αυτή να έχει κάποια πρακτική συνέπεια."
Άλλωστε όπως έχει υποστηριχθεί από έγκριτους Έλληνες και Ευρωπαίους νομικούς και διεθνολόγους, εγκλήματα όπως αυτά που διέπραξαν οι Ναζί στο Δίστομο προσβάλλουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και συνιστούν ius cogens οπότε και υπερισχύουν κάθε άλλης αρχής του διεθνούς δικαίου.
Αυτή υπήρξε άλλωστε και η λογική που επέτρεψε την άμβλυνση της έννοιας της ετεροδικίας τόσο κατά τον δικό μας Άρειο Πάγο όσο και κατά το ιταλικό Ανώτατο Δικαστήριο.
Έτσι, αν και παρότι το Διεθνές Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορούν να εκτελεστούν σε ιταλικό έδαφος οι δικαστικές αποφάσεις εις βάρος της Γερμανίας, δεν αποκλείει ότι, ο δικαστικός αγώνας μπορεί να συνεχιστεί τελικά, ακόμη και σε γερμανικά δικαστήρια που έχουν στο παρελθόν δικαιώσει θύματα του πολέμου.
Παράλληλα, οφείλει να αξιοποιηθεί η έστω σημειολογικού χαρακτήρα προτροπή του Προέδρου του Δικαστηρίου, Hisashi Owada για την έναρξη διαπραγματεύσεων με σκοπό την αποζημίωση των συγγενών των θυμάτων.
Διαπραγματεύσεις οι οποίες δεν ξεκίνησαν και δεν έγιναν ποτέ.
Γι' αυτό και -όπως έχει υποστηρίξει και ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστήμιου, Στέλιος Περράκης, που εκπροσώπησε τη χώρα μας στη Χάγη,- υπό τις παρούσες συνθήκες θα ήταν χρήσιμη η διατύπωση μιας ρηματικής διακοίνωσηςπου θα θέτει εκ νέου το ζήτημα και θα προσκαλεί τη γερμανική κυβέρνηση σε διάλογο.
Ρηματική διακοίνωση που δε σημαίνει ασφαλώς την αφετηρία μιας πολεμικού τύπου αντιπαράθεσης με μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση αλλά την αφετηρία διαλόγου για την επίλυση μιας υπαρκτής διαφοράς υπό το φως του διεθνούς δικαίου και της πολιτικής διπλωματίας.
Σε όλα αυτά υπάρχει ένας εύλογος αντίλογος.
Μα είναι δυνατόν η Ελλάδα με δεδομένη την δημοσιονομική πραγματικότητα και την πολιτική και οικονομική δυναμική της Γερμανίας να επιλέξει την ανακίνηση ενός τόσο έντονα φορτισμένου πολιτικά, οικονομικά και συναισθηματικά ζητήματος?
Ένα έμπειρο διπλωματικό μάτι, με τη ψυχρή υπολογιστική θεώρηση της ανάλυσης των συνθηκών ίσως επέμενε περισσότερο στην ανάγκη στάθμισης του διεθνούς πολιτικού περιβάλλοντος και τη δυνατότητα πειστικής προβολής της όποιας αξίωσης.
Όμως η πραγματικότητα, η ζωή και η κυρίως η ηθική δικαίωση δεν χωρούν σε δοκιμαστικούς σωλήνες.
Οι συνθήκες μπορεί να μην είναι ποτέ ώριμες.
Η πολιτική ηγεσία της πατρίδας μας ωστόσο οφείλει να τις συνδιαμορφώσει ώστε να ωριμάσουν. Οφείλει να προετοιμάσει το έδαφος με την κατάλληλη πολιτική και κυρίως νομική προπαρασκευή.
Σε κάθε περίπτωση όχι μόνο το Δίστομο αλλά δεκάδες μαρτυρικές περιοχές σε όλη την Ελλάδα, τα Καλάβρυτα, η Κάνδανος, το Λιδωρίκι στέκονται εκεί για να μας υπενθυμίζουν το ιστορικό μας καθήκον ως πολίτες και ως κοινωνία.
Το καθήκον όχι εκδίκησης αλλά διεκδίκησης της αποκατάστασης της Δικαιοσύνης και του δικαιώματος στην Ιστορική Μνήμη, μέσα σε ένα περιβάλλον αλληλεγγύης, πραγματικής συνεργασίας και διακρατικής συνεννόησης.
Ένα περιβάλλον που θα τιμά το παρελθόν και θα ελπίζει στο παρόν και το μέλλον που είναι η προστασία του ανθρώπου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.
Στο δρόμο της δικαίωσης, η απόφαση της Χάγης δεν είναι τέλος αλλά στάση και επαναχάραξη της πορείας μας προς τον τελικό προορισμό.
Σ' αυτό το ανηφορικό μονοπάτι, το Δίστομο μας περιμένει ακόμη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου