Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

"Η Κρίση στη Δύση"

Άρθρο στο "Capital.gr" της Μαριλένα Κοππά

Ως εκπρόσωπος της Ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ε.Κ.) για θέματα Άμυνας και Ασφάλειας και εισηγήτρια εκ μέρους του Ε.Κ. της έκθεσης για την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας, βρέθηκα πρόσφατα στην Ουάσιγκτον σε μια συγκυρία όπου οι Ευρωατλαντικές σχέσεις βρίσκονται σε κρίση. Φαινομενικά, πρόκειται για μια διάσταση «αξιών», αλλά παρατηρεί κανείς μια έλλειψη υπομονής στην Ουάσιγκτον, επειδή καθίσταται σταδιακά σαφής και μια διάσταση συμφερόντων.
Η κορυφή του παγόβουνου είναι το «σκάνδαλο» των παρακολουθήσεων. Υποτίθεται ότι η σύγκρουση Ουάσιγκτον και Ευρώπης αφορά το ηθικό ζήτημα του εύρους πληροφοριών που είναι θεμιτό να υποκλέπτουν οι μυστικές υπηρεσίες. Αναμφίβολα, όμως, οι διαφορές μεταξύ του πυρήνα των εταίρων που παραδοσιακά αποκαλούμε «Δύση» (ΗΠΑ και Ευρώπη), έχουν αμβλυνθεί σε μια σειρά από ζητήματα, που εκτείνονται από το στενό πυρήνα της και ασφάλειας, όπως η Συρία, έως ζητήματα οικονομικά που έχουν στρατηγικές προεκτάσεις: ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, νομισματική, εμπορική και ενεργειακή πολιτική.

Γιατί εξαντλείται η υπομονή της Ουάσιγκτον; Κατ΄ αρχάς, επειδή στις Βρυξέλλες δεν υπάρχει στρατηγική σκέψη. Στην Ουάσιγκτον μια σειρά από δεξαμενές σκέψεις διεθνούς εμβέλειας παράγουν ανάλυση, πληροφορία, ενημέρωση και πολιτικές επιλογές. Στην Ευρώπη η διαδικασία αυτή σχεδόν μονοπωλείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που συνήθως δεν παράγει «επιλογές» αλλά «μονόδρομους». Στην Ευρώπη δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο με το Rand ή το CSIS, αφού οι μεγαλύτερες και ισχυρότερες δεξαμενές σκέψης ταυτίζονται με την ανάπτυξη εθνικών πολιτικών επιλογών. Στις ΗΠΑ έχουμε μια ανοικτή διάταξη συμφερόντων με ιδεολογικό και οικονομικό πρόσημο, ενώ στην Ευρώπη κυριαρχούν οι εθνικές πολιτικές, η πολιτική πίσω από κλειστές πόρτες και, δευτερευόντως, οι ευρωπαϊκοί ιδεολογικοί «στοχασμοί».
Συγκεκριμένα, όταν στην Ευρώπη βάζουμε στη ζυγαριά από τη μια το δημόσιο αγαθό της ασφάλειας και από την άλλη τ’ ανθρώπινα δικαιώματα, στην πραγματικότητα δε ζυγίζουμε πραγματικά διλήμματα. Στα πρωτοσέλιδα ευρωπαϊκών εφημερίδων, οι ΗΠΑ φέρονται να παρακολουθούν πολίτες και ηγέτες διαφόρων εθνικοτήτων και εγείρεται το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης, χωρίς όμως καμία αναφορά στην (ευρωπαϊκή) ασφάλεια. Έτσι, κατά τα φαινόμενα, η Ευρώπη είναι περισσότερο «προοδευτική», δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στις ατομικές ελευθερίες απ’ ότι στην ασφάλεια. Στην πραγματικότητα, αντιτείνουν οι Αμερικανοί, πρόκειται για πολιτική ρητορεία εκ του ασφαλούς, αφού οι ΗΠΑ καλούνται στο τέλος ν’ αναλάβουν την ευθύνη της ευρωπαϊκής ασφάλειας όσο οι Ευρωπαίοι ασχολούνται με «αξίες».
Στις ΗΠΑ το πολιτικό σύστημα αποδέχεται συνολικά την ευθύνη για την πολιτική ασφάλειας, με νομιμοποίηση που εδράζεται στην απειλή της τρομοκρατίας. Οι Αμερικανοί Γερουσιαστές πρέπει να εξηγούν στους ψηφοφόρους τους γιατί ξοδεύουν τα χρήματα τους σε μέρη μακρινά, από τις Βρυξέλλες έως τη Μέση Ανατολή. Αντίθετα, στην Ευρώπη, κάθε πολιτική πρόκληση «κρατικοποιείται». Είχαμε επιθέσεις στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη, όχι «στην Ευρώπη». Κατ’ αναλογία, θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε ότι είχαμε επιθέσεις στη Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη, όχι στις ΗΠΑ.
Στην Ουάσιγκτον, που γνωρίζουν ότι οι ΗΠΑ έχουν συντονιστικό ρόλο στα συστήματα συγκέντρωσης πληροφοριών της Δύσης, το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης το αντιμετωπίζουν είτε με οργή είτε με συγκατάβαση. Αντιτείνουν ότι οι υπηρεσίες ασφάλειας των ΗΠΑ στην πραγματικότητα συνεργάζονται με υπηρεσίες ασφάλειας ευρωπαϊκών κρατών, παρέχοντας όσο και αντλώντας πληροφορίες. Με άλλα λόγια, η «ευρωπαϊκή ασφάλεια», λένε οι Αμερικανοί, είναι μια «βρώμικη δουλειά» που έχει ένα πολιτικό κόστος. Η Ευρώπη βλέπει το κόστος, αλλά όχι τη δουλειά.
Φυσικά, το πολιτικό ζήτημα είναι υπαρκτό. Από τη μια πλευρά κατηγορούμε τη Ρωσία και την Κίνα για επιθετική ηλεκτρονική κατασκοπεία, που συμπεριλαμβάνει και τη βιομηχανική. Από την άλλη ανακαλύπτουμε ότι οι φίλοι και σύμμαχοί μας υιοθετούν ανάλογες πρακτικές. Και αυτό το θεωρούμε σκανδαλώδες. Όμως, ακόμα και η κριτική μας είναι κατά βάση εθνική: η Γερμανία και η Ισπανία είχαν πολύ διαφορετικές αντιδράσεις απ’ τη Βρετανία. Η ουσία είναι η εξής: για τους Αμερικανούς, η προνομιακή πρόσβαση σε πληροφορίες είναι προνόμιο της ηγεσίας. Για τους Βρετανούς, αυτό είναι αποδεκτό επιχείρημα, για τους Γερμανούς όχι.
Οι Αμερικανοί θεωρούν ότι το κόστος της ηγεσίας πρέπει να έχει και αντισταθμιστικά οφέλη. Για την προστασία έναντι των ρωσικών πυρηνικών όπλων, υπάρχει η αποτρεπτική ισχύ της Ουάσιγκτον. Για τη «διάσωση» της περιφέρειας της Ευρωζώνης, επιστρατεύτηκε το ΔΝΤ. Για τη διάσωση τραπεζικών κολοσσών με συστημικό μέγεθος, κινητοποιήθηκε πρώτιστα ο Αμερικανός φορολογούμενος. Για την επέμβαση στη Λιβύη, χρειάστηκε η αξιοποίηση αμερικανικών υποδομών. Για τη δημιουργία εναλλακτικών ροών ενέργειας στην Ε.Ε., εκτός Ρωσίας, κινητοποιήθηκε η αμερικανική διπλωματία. Κάθε φορά που οι Ευρωπαίοι έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα και η άθροιση των πολιτικών τους αδυνατεί να φτάσει σε μια κάποια ευρωπαϊκή σύνθεση, επεμβαίνουν οι Αμερικανοί.
Και φυσικά προκύπτουν αμερικανικά οφέλη. Αμερικανικοί οίκοι αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα κρατών και οργανισμών, αμερικανικά οπλικά συστήματα διασφαλίζουν ομοιογένεια και συμβατότητα λειτουργίας μεταξύ συμμαχικών δυνάμεων στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, αμερικανική τεχνολογία και πολυεθνικές κυριαρχούν στο χώρο της ενέργειας, το πετρέλαιο αποτιμάται σε δολάρια, αμερικανικοί κολοσσοί κυριαρχούν στον κυβερνοχώρο, κ.ο.κ. Όμως, το ευρωπαϊκό έλλειμμα στρατηγικής είναι αυτό που δίνει το δικαίωμα στις ΗΠΑ να ζητούν, έστω και έμμεσα, ένα «φόρο ηγεσίας». Η ηγεσία δεν παρέχεται δωρεάν.
Κατά βάση λοιπόν έχουμε διάσταση συμφερόντων, όχι απλά «αρχών και αξιών». Η «διάσταση αξιών» μεταξύ συμμάχων στην παρούσα φάση αποτελεί «σκάνδαλο», επειδή υπάρχει ένα ευρύτερο στρατηγικό ρήγμα. Ούτε οι ΗΠΑ θεωρούν δεδομένο το κόστος ηγεσίας στην Ευρώπη, ούτε «οι εταίροι» θεωρούν δεδομένη την ηγεσία των ΗΠΑ. Σύμφωνοι, όμως η διαφαινόμενη διάσταση απόψεων είναι μεταξύ συγκεκριμένων κρατών-μελών της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, όχι μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον. Τελικά, οι απόψεις είναι δωρεάν, οι πολιτικές έχουν κόστος. Και ενώ η Ουάσιγκτον παραθέτει πολιτικές, η Ευρώπη αντιτείνει ευρωπαϊκές «απόψεις» και φθηνές εθνικές πολιτικές. Το ερώτημα ποιος θ’ αναλάβει το κόστος της πολιτικής είναι το πραγματικό ζήτημα της «κρίσης στη Δύση».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου