Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

"Τι σημαίνει ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ σήμερα;"

Διάλεξη του ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Στο Πανεπιστήμιο COMPLUTENSE,
Μαδρίτη, 10 Ιουλίου 1991


Εισαγωγή

Το  γεγονός  ότι  επέλεξα  ως  θέμα  της  σημερινής μου διάλεξης «Τι σημαίνει Σοσιαλισμός σήμερα», αντικατοπτρίζει την πεποίθησή μου –πεποίθηση που συμμερίζονται πολλοί, αν όχι όλοι οι σοσιαλιστές- ότι βρισκόμαστε και πάλι σε αναζήτηση της ταυτότητάς μας. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Η ξαφνική και απόλυτη κατάρρευση αυτού που κατέληξε να ονομάζεται «υπαρκτός σοσιαλισμός», έβαλε τέλος σε όλες τις αυταπάτες που αφορούσαν στην βιωσιμότητα αυτού του τύπου του συστήματος. Αλλά έβαλε επίσης τέλος, στην απατηλή ελπίδα, ότι η κατάρρευση του συστήματος θα μπορούσε σταδιακά –και μέσω μεταρρυθμίσεων, να επιφέρει ένα κοινωνικό σχηματισμό, που θα μπορούσε να ονομασθεί «σοσιαλιστικός». Νομίζω πως η αλήθεια, η σκέτη αλήθεια, είναι ότι το μοντέλο «σοβιετικού τύπου» είναι νεκρό και επί πλέον, ότι οι παρούσες πολιτικές ηγεσίες των χωρών αυτών επέλεξαν το δρόμο που οδηγεί στον καπιταλισμό.

Αυτό θέτει το ερώτημα: Είναι ο Καπιταλισμός η μόνη εναλλακτική λύση στον «σοσιαλισμό» του σοβιετικού μοντέλου; Η απάντησή μου είναι αρνητική: Όντως, υπάρχει χώρος για σοσιαλιστικό όραμα, καθώς επίσης για σοσιαλιστικές πολιτικές.  Αλλά ποιες είναι οι δυνατότητες για τη δόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας; Εδώ η απάντηση είναι πολύ πιο σύνθετη. Είναι το ερώτημα-κλειδί αυτής της διάλεξης.   



Το σοβιετικό μοντέλο

Ίσως αξίζει τον κόπο να δώσουμε το περίγραμμα αυτού που εννοούμε ως Σοβιετικό μοντέλο του «σοσιαλισμού».
Χαρακτηρίζεται από μια διατεταγμένη οικονομία.
Από σχεδόν ολοσχερή καταστολή της αγοράς.
Και από ένα μονοπώλιο πολιτικής εξουσίας, που περιλαμβάνει απόλυτο έλεγχο πληροφοριών και επικοινωνιών. Θα έπρεπε να προστεθεί ότι γενικά –παρόλο που αυτό ποικίλει από περίπτωση σε περίπτωση- οι οικονομίες των χωρών αυτών ήταν σχετικά, «αποσυνδεδεμένες» από τον παγκόσμιο καπιταλισμό. 

Η κατάρρευση των καθεστώτων αυτών δεν προήλθε από μια ήττα σε πόλεμο ή εξαιτίας μιας γνήσιας λαϊκής εξέγερσης.  Κατέρρευσαν «εκ των ένδον».  Καθώς η «αποσύνδεσή» τους με την Δύση (Παγκόσμιος Καπιταλισμός) παραχωρούσε τη θέση της, όλο και περισσότερο, σε σημαντικές «συνδέσεις». Με άλλα λόγια: Τα καθεστώτα κατέρρευσαν όταν ανέπτυξαν ουσιαστικές επαφές με τον παγκόσμιο Καπιταλισμό. Νέες τεχνολογίες, εντυπωσιακά υψηλότερη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, ελκυστικά καταναλωτικά αγαθά –το πακέτο που προσφέρθηκε από τη Δύση- μετατράπηκε σε Δούρειο Ίππο. Ένα Δούρειο Ίππο που με μεγάλη ταχύτητα υπέσκαψε αυτά τα καθεστώτα.   

Αξίζει τον κόπο να σημειωθεί ότι ο «σοσιαλισμός» σοβιετικού τύπου –παρά τον αυστηρά κεντρικό σχεδιασμό του, δεν τα κατάφερε καλύτερα από τον Καπιταλισμό, ακόμη και σε τομείς που πραγματικά μπορούσε να επιτύχει. Αναφέρομαι στην τεράστια καταστροφή του περιβάλλοντος, που προήλθε από το πρόγραμμα της εκβιομηχάνισης.  Κατά κάποιο τρόπο μιμήθηκε και αναπαρήγαγε πολλές από τις υπερβολές του καπιταλισμού, που τον χαρακτήριζαν στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής του.

Μερικοί οδηγήθηκαν στο χαρακτηρισμό των κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως κοινωνιών «κρατικού καπιταλισμού». Αυτό αναμφίβολα είναι λάθος. Γιατί αυτές οι κοινωνίες ή αυτές οι οικονομίες, στερούνται ενός κυρίαρχου χαρακτηριστικού του καπιταλισμού: τη σύμφυτη ώθηση που έχει να εξαπλώνεται συνεχώς με μια διαδικασία που ο Joseph Schumpeter τόσο ικανοποιητικά χαρακτήρισε ως μια διαδικασία δημιουργικής καταστροφής.     

Με άλλα λόγια, αυτό που προέκυψε μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, δηλαδή, η ενοποίηση της Γερμανίας, η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η απόσυρση του Σοβιετικού στρατού από την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, η κατάρρευση των παλαιών καθεστώτων της Ανατολικής Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας – και τώρα της Αλβανίας, ισοδυναμεί με μια ολοσχερή ήττα σε ένα «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», που ποτέ δεν έγινε.

Η νίκη πρέπει να αποδοθεί στη διαρκή επανάσταση, που είναι η πεμπτουσία του καπιταλισμού. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να αποδοθεί σε νέες τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν στα τρία μητροπολιτικά κέντρα – τις ΗΠΑ, τη Δυτική Ευρώπη και φυσικά, την Ιαπωνία. Τεχνολογίες, που συμβαδίζουν με την επανάσταση στον αυτοματισμό, στηνπληροφόρηση και στις επικοινωνίες. Στην πραγματικότητα αποτελούν την Τρόικα, που ξεπερνώντας τα εθνικά σύνορα, εξαπλώνεται παγκόσμια και οδηγεί στην διεθνοποίηση της αγοράς.  

Ποια είναι η όψη της Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην συμμάχων της; Από σοβαρές πηγές εξάγονται οι παρακάτω υπολογισμοί:

Η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία θα χρειασθούν περίπου 10 χρόνια για να φθάσουν το 70% του παρόντος κατά κεφαλή εισοδήματος της Δυτ. Γερμανίας.

Η Ρουμανία και η Βουλγαρία θα χρειασθούν περίπου 20 χρόνια και τελικά η Σοβιετική Ένωση θα χρειασθεί 50 χρόνια για να φθάσει τον ίδιο στόχο. Και όλα αυτά, υπό την προϋπόθεση μιας ομαλής πορείας, χωρίς παλινδρομήσεις, εμφύλιους πολέμους ή διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης.

Υπήρξαν προσδοκίες, ότι πέρα από τον δρόμο της ελεγχόμενης οικονομίας και της μονοπώλησης της εξουσίας από τα κομμουνιστικά κόμματα μια γνήσια σοσιαλιστική εναλλακτική λύση θα είχε επιλεγεί. Ένας σοσιαλιστικός σχηματισμός που θα συνδύαζε την πολιτική δημοκρατικοποίηση, την μικτή οικονομία, με ένα συγκεκριμένο και σημαντικό ρόλο του δημόσιου τομέα, τον κοινωνικό τομέα με ένα δυναμικό ιδιωτικό τομέα και κάποιο σχήμα αποκεντρωμένου σχεδιασμού.       

Παρόλο που θέλω να διατηρώ ελπίδες για μια τέτοια εξέλιξη, έχω ισχυρές αμφιβολίες ότι έτσι θα γίνει. Υποπτεύομαι ότι θα επικρατήσει ο νόμος του εκκρεμούς. Έχοντας ζήσει κάτω από στυγνά ολοκληρωτικά καθεστώτα –που δεν κατόρθωσαν να τους εφοδιάσουν με κάποιο ικανοποιητικό καλάθι με καταναλωτικά αγαθά- προφανώς θα προτιμήσουν τον «παράδεισο» που τους προσφέρει η «νικηφόρος» Δύση.

Εκτός απ’ αυτό, πρέπει να γίνει σαφές ότι ο βαθμός «σύνδεσης» με το σύστημα του παγκόσμιου καπιταλισμού έχει ήδη φθάσει ή σύντομα θα φθάσει σε ένα κρίσιμο σημείο πέρα από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή.

Έτσι η προσαρμογή στο σύστημα είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Αυτό σημαίνει καθαρή νίκη της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Μία νίκη που οφείλεται στην «σύμφυτη ώθηση προς τον συνεχή επεκτατισμό». Μερικές από τις πτυχές αυτής της ενσωμάτωσης είναι ήδη προφανείς στην περίπτωση της Ανατολικής Γερμανίας. Κάτω από το καταπιεστικό κομμουνιστικό καθεστώς και παρά την αναποτελεσματικότητα της οικονομίας, ο μέσος πολίτης απελάμβανε τουλάχιστον του δικαιώματος της εργασίας και ιατρικής περίθαλψης. Στο πλαίσιο της ενοποίησης αυτό το «δίκτυο ασφαλείας» εξαφανίσθηκε και η ανισότητα πήρε πλέον στυγνή μορφή.     

Πραγματικά, καθώς οι Ανατολικές χώρες προσαρμόζονται στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, οι εισοδηματικές ανισότητες θα καταστούν η κυρίαρχη όψη στην αντίθεση Δύση – Ανατολή. Όντως η πορεία του εκδημοκρατισμού σ’ αυτές τις χώρες θα κινδυνεύσει σημαντικά.


Η νέα παγκόσμια τάξη

Μόλις πριν μερικούς μήνες η πολυεθνική δύναμη του Ο.Η.Ε. νίκησε το Ιράκ σε ένα πόλεμο που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Δεν θα τον ξεχάσουμε για την βαρβαρότητά του, για την αποτελεσματικότητα και την ισχύ των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν και για το γιγαντιαίο οργανωτικό έργο που έγινε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από τις Ένοπλες Δυνάμεις των Η.Π.Α.  Αλλά αυτόν τον πόλεμο θα τον θυμόμαστε και για άλλους πιο σημαντικούς λόγους:

Πρώτον, δεν έλυσε προβλήματα. Το Κουβέιτ ίσως είναι απελευθερωμένο από τα ιρακινά στρατεύματα αλλά σίγουρα δεν είναι μια δημοκρατία.

Δεύτερο, το κυβερνητικό καθεστώς του Ιράκ, παραμένει στη θέση του.

Τρίτο, καμμία πρόοδος δεν επιτεύχθηκε στο αραβο-ισραηλινό μέτωπο, δηλαδή στο Παλαιστινιακό.

Στην πραγματικότητα, συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Η διευθέτηση στα κατεχόμενα παραμένει ως είχε.
Η Συρία νομιμοποίησε τον ρόλο της στο Λίβανο.
Στους Κούρδους αποστερούν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για να μην δημιουργήσουν πρόβλημα στην Τουρκία όπου πολλά εκατομμύρια Κούρδων ζουν κάτω από καταπιεστικές συνθήκες.

Ταυτόχρονα, η τουρκική κατοχή της Βορ. Κύπρου εξακολουθεί και αναζητείται λύση, που θα την νομιμοποιήσει. Έτσι η διεθνής νομιμότητα απέδειξε ότι είναι άκρως επιλεκτική. 

Τέταρτο, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διχάστηκε στο θέμα του πολέμου. Η στάση της Γερμανίας αποδυνάμωσε τον άξονα Παρισιού – Βόννης και η Ευρώπη δεν κατόρθωσε να κάνει τη φωνή της να ακουσθεί.

Πέμπτο, οι Η.Π.Α. ξεπήδησαν ως η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη. Επίσης κατοχύρωσαν μόνιμη στρατιωτική παρουσία στην πλούσια σε πετρέλαια περιοχή του Κόλπου.

Έκτο, ένα μήνυμα στάλθηκε στις χώρες του Τρίτου Κόσμου: Οι Η.Π.Α. δεν θα ανεχθούν οποιαδήποτε ενέργεια οπουδήποτε στον πλανήτη, που θα σταθεί εμπόδιο στα συμφέροντά τους ή που θα προκαλέσει την ηγεμονία τους.

Έτσι, με το τέλος του ψυχρού πολέμου, η σύγκρουση Βορρά-Νότου παίρνει την πρώτη θέση.  Όμως τίθεται ένα ερώτημα που αφορά στην δυνατότητα των Η.Π.Α. να διατηρήσουν αυτόν τον ηγεμονικό ρόλο. Πρόσφατα ο «Economist» έγραψε για τις Η.Π.Α. σε σχέση με τη νέα παγκόσμια τάξη, ότι «έχοντας επιχορηγηθεί στον πόλεμο του Κόλπου με 37 δισ. δολλάρια από φίλες Αραβικές χώρες και 17 δισ. δολλάρια από Γερμανία και Ιαπωνία, δεν έχουν πια την οικονομική δυνατότητα να ηγεμονεύουν. (Economist – Ιούνιος 22-29, 1991).

Σε ό,τι αφορά στην παγκόσμια οικονομία, στην πραγματικότητα έχουμε μια τριγωνική σύγκρουση ανάμεσα σε τρεις γίγαντες: Της Δυτικής Ευρώπης (Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ιδιαίτερα Γερμανία), της διαφαινόμενης Βορειοαμερικανικής «ζώνης ελευθέρου εμπορίου» και της Ιαπωνίας επικεφαλής ενός Ασιατικού μπλοκ.

Χωρίς να έχει σημασία ποιο ζεύγος επιλέγουμε, συναντούμε μία αποφασιστική σύγκρουση –μία σύγκρουση που μπορεί να απειλήσει την ομαλή εξέλιξη στο διεθνές εμπόριο- η οποία θα μπορούσε ακόμη και να οδηγήσει σε γνήσιο προστατευτισμό όταν η πορεία του παγκόσμιου συστήματος φθάσει σε αδιέξοδο.

Θα ήθελα να τονίσω ότι το σχίσμα μεταξύ Ευρώπης και Η.Π.Α. είναι μεγαλύτερο από όσο φαίνεται. Ξεκινάει από το αγροτικό εμπόριο και επεκτείνεται μέχρι την Οικονομική, Νομισματική και Πολιτική Ένωση των χωρών της Κοινότητας. Ήδη, οι Η.Π.Α., πέτυχαν να παρακωλύσουν την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας. Το κατόρθωσαν επιβάλλοντας τον ρυθμό αναδιοργάνωσης του ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα, οι κρίσιμες αποφάσεις ελήφθησαν χωρίς την συμμετοχή της Γαλλίας (η οποία ουσιαστικά το πληροφορήθηκε κατόπιν εορτής). Ταυτόχρονα η Δυτικο-Ευρωπαϊκή Ένωση, ωθείται προς την κατεύθυνση της ανάληψης «αστυνομικών καθηκόντων» σε τομείς εκτός ευθύνης ΝΑΤΟ.

…Και κρίση του καπιταλισμού

Αλλά ας επιστρέψουμε στο κύριο θέμα αυτής της διάλεξης. Ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» έχει αποτύχει. Ο καπιταλισμός, -ο παγκόσμιος καπιταλισμός- εμφανίζεται ξανά νικηφόρος. Όμως η νίκη του είναι αρκετά ρηχή, όπως το διατύπωσε ο Paul Sweery (“Monthly Review”), Σεπτέμβριος 1989:

«Όσον αφορά στον καπιταλισμό, αρκεί να τονίσει κανείς, ότι η ανεργία στις ανεπτυγμένες χώρες παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και μια αυξανόμενη αναλογία νεαρού πληθυσμού αντιμετωπίζει ένα μέλλον χωρίς ελπίδα για ουσιαστική εργασία˙ ενόσω στις πλέον πολυπληθείς υποανάπτυκτες χώρες τα πραγματικά εισοδήματα και οι συνθήκες διαβίωσης της μεγάλης πλειοψηφίας των λαών βρίσκονται σε κατακόρυφη πτώση κατά την δεκαετία του 1980. Είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς πιο σημαντικές ενδείξεις αποτυχίας».      

Αλλά πέρα από τις οξυμένες και αυξανόμενες ανισότητες τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια του καπιταλισμού, η περιβαλλοντική καταστροφή έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Ενώ σε σχέση με το περιβάλλον η συμπεριφορά των κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είναι απαράδεκτη, στην περίπτωση του καπιταλισμού υπάρχει μία σύμφυτηδύναμη, που οδηγεί στην καταστροφή του πλανήτη μας, εφ’ όσον το κέρδος είναι η κινητήρια δύναμη στη συσσώρευση κεφαλαίου. Η επίπτωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης ή η «πρόοδος» όπως ονομάζεται, αναπόφευκτα οδηγεί στην καταστροφή του περιβάλλοντος και στην καταχρηστική χρήση των εξαντλουμένων πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη.

Οι οικονομολόγοι αναγνωρίζουν αυτές τις αποτυχίες του καπιταλισμού ονομάζοντάς τες ανεπάρκειες της αγοράς. Όταν φθάσουμε στη δυναμική λειτουργία του συστήματος, δηλαδή όταν εισάγεται ο παράγων χρόνος, μια πολύ σημαντική ερώτηση που τίθεται είναι η εξής: Ποιος ή ποιοι παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις, που καθορίζουν την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας;
Εξετάζοντας τις διαστάσεις του καπιταλιστικού συστήματος σφαιρικά και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την παρουσία και ταχεία ανάπτυξη των γιγαντιαίων πολυεθνικών υπερεθνικών εταιρειών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτές, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο αποφασίζουν την αναπτυξιακή πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Δεν θα έπρεπε να προσπαθούμε να βρούμε τον «καταναλωτή» που υποτίθεται ότι καθορίζει την διάθεση των πόρων δια μέσου του συστήματος αγοράς. Οι γιγαντιαίες πολυεθνικές εταιρείες ελέγχουν τα δίκτυα πληροφόρησης και επικοινωνίας. Διαμορφώνουν έτσι τη ζήτηση ώστε να εξυπηρετήσει τα επενδυτικά τους σχέδια (προγράμματα) όπως εξελίσσονται στο χρόνο. Πράγματι αυτό είναι το χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού, που με οδήγησε να τον αποκαλέσω πατερναλιστικό.         

Ο Andre Corz έγραψε πρόσφατα στο ίδιο πνεύμα:
«Το ερώτημα του τι πρέπει να παράγεται και πώς, το ερώτημα των κοινωνικών προτεραιοτήτων, των μοντέλων κατανάλωσης, του τρόπου ζωής- όλα αυτά τώρα αποφασίζονται από τεχνοκράτες, επιχειρηματίες και τραπεζίτες.  Ο σοσιαλισμός θα έπρεπε να σημαίνει την δημοκρατικοποίηση αυτών των αποφάσεων, τη δημόσια συζήτησή τους στο επίπεδο οργανώσεων, συνδικαλιστικών ενώσεων, κινημάτων, δημοσίων ακροάσεων και συνελεύσεων εκλεγμένων αντιπροσώπων και θα έπρεπε να σημαίνει ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν κριτήρια με τα οποία οι τεχνοκράτες και οι διευθυντές επιχειρήσεων δεν απασχολούνται συνήθως».

Στην ουσία με την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού και τη διεθνοποίηση της αγοράς, οι λαοί γίνονται όλο και περισσότερο πιο αδύναμοι, ενώ η διαδικασία της ανάπτυξης, η διαδικασία της δημιουργίας και ταυτόχρονα τηςκαταστροφής εξελίσσεται αδιάπτωτα στα πλαίσια της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, ο καπιταλισμός σχεδόν ποτέ δεν κατόρθωσε να εγγυηθεί μία σχετικά ομαλή διαδικασία ανάπτυξης και τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει όλους τους διαθέσιμους παραγωγικούς πόρους. Αυτό ακούγεται σαν αντίθεση στη σύμφυτη ανάγκη του καπιταλισμού για εξάπλωση, αλλά ο καπιταλισμός, βέβαια, είναι γεμάτος από αντιθέσεις.

Ο καπιταλισμός, παπά τη μεγάλη νίκη του επί του «υπαρκτού σοσιαλισμού», βρίσκεται σε κρίση, μια κρίση που θα έρπει. Η κρίση αυτή, σε τελευταία ανάλυση συνδέεται με το γεγονός ότι «οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν με τον ίδιο ρυθμό, που αναπτύχθηκε η δυστυχία˙ το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούτου και φτώχειας ανάμεσα στα έθνη συνέχισε να μεγαλώνει. Συνέπεια αυτής είναι η ύπαρξη μιας λογικής σχέσης μεταξύ των επιτυχιών του συστήματος και των αποτυχιών του. Το σύστημα αγοράς κάτω από την καθοδήγηση του κινήτρου του κέρδους παράγει μία επιτακτική ανάγκη συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία οδηγεί στην εκμετάλλευση της πλειοψηφίας των λαών του πλανήτη μας και του ίδιου του πλανήτη από το κεφάλαιο. Αυτή η αλληλοσύνδεση βρίσκεται στην καρδιά των νόμων της λειτουργίας του καπιταλισμού». (HARRY MAGDOFF, “MONTHLEY REVIEW”, Φεβρουάριος 1991).

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα παραμείνει, τουλάχιστον στο προβλεπόμενο μέλλον. Τίποτα από την Νέα Διεθνή Τάξη δεν επιτρέπει κάποια προσδοκία ότι ο παγκόσμιος καπιταλιστικός σχηματισμός θα παραχωρήσει τη θέση του στονπαγκόσμιο σοσιαλιστικό σχηματισμό. Θα μπορούσε τότε να μιλήσει κανείς για «σοσιαλισμό σε μία χώρα»; Η απάντηση είναι σαφής και απλή: οπουδήποτε μία σχετικά απομονωμένη οικονομία σοβιετικού τύπου ήλθε σε επαφή –ουσιαστική επαφή- με το καπιταλιστικό σύστημα, αυτό, οδήγησε στην απορρόφηση από το σύστημα. Η απορρόφηση αυτή είχε ουσιαστικό τίμημα για την κοινωνία ή την οικονομία. Γιατί περιορίστηκε σε ένα περιφερειακό ρόλο απέναντι στο καπιταλιστικό μητροπολιτικό κέντρο. 

Η κεντρική και ανατολική Ευρώπη, μετά την κατάρρευση των οικονομιών σοβιετικού τύπου, προσφέρουν πολλά παραδείγματα αυτού του μετασχηματισμού. Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, που απέκτησαν την πολιτική τους ανεξαρτησία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ακολουθήθηκε μία παρόμοια διαδικασία εξέλιξης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα καθεστώτα ήταν ένα μείγμα κρατισμού, καπιταλισμού και σοσιαλισμού. Τα μη δημοκρατικά καθεστώτα άντλησαν τη δύναμή τους από εθνικιστικά – λαϊκά κινήματα. Μόλις όμως έκαναν ανοίγματα στον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, απέκτησαν τα χαρακτηριστικά κοινωνιών περιφερειακού τύπου.


Η σοσιαλιστική προοπτική είναι επίκαιρη

Αλλά τότε ποιες είναι οι προοπτικές για σοσιαλισμό; Και τι είδους σοσιαλισμό έχουμε στο μυαλό μας;

Αρχίζω με το δεύτερο ερώτημα. Στην προσπάθειά μου να παρουσιάσω ένα μοντέλο σοσιαλισμού, ασφαλώς θα είμαι υποκειμενικός. Αυτό που για μένα θα ήταν σοσιαλισμός, θα μπορούσε να μην είναι για κάποιον άλλο.

1. Κατ’ αρχήν, το σοσιαλιστικό μας μοντέλο της οικονομίας, (κοινωνίας) πρέπει να είναι τέτοιο, που να μπορεί νασυμμετέχει στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και, περαιτέρω να μπορεί να επιβιώσει. Επομένως, μιλάμε για μία οικονομία όπου η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα βρίσκονται σε υψηλή προτεραιότητα. Αυτή είναι η αναπόφευκτη συνέπεια του γεγονότος ότι η εν λόγω οικονομία είναι πλήρως «συνδεδεμένη» με τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό.

2. Το σοσιαλιστικό μοντέλο που έχουμε στο μυαλό μας πρέπει να «διορθώνει» την αγορά εκεί που αποτυγχάνει. Αυτό όντως είναι ο κύριος κανόνας. Σημαίνει την απουσία της ανεργίας –και μία κατανομή εισοδήματος που φθάνει σευψηλά επίπεδα δικαιοσύνης. Αυτό επιτυγχάνεται με οικονομικές και εισοδηματικές πολιτικές, οι οποίες όμως πρέπει να είναι συνεπείς προς την νομισματική πολιτική, η οποία έχει αντι-πληθωριστικά χαρακτηριστικά.  Αυτός ο όρος γίνεται απαραίτητος λόγω της ανάγκης επιβίωσης στο στυγνό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται από το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό κάλλιστα μπορεί να είναι το τεστ-κλειδί για το είδος του μοντέλου που συζητούμε.

Γιατί μπορεί να απαιτεί μία μεγάλη προσπάθεια για τη δημιουργία(εάν δεν υπάρχει) ενός μορφωμένου και σε υψηλό βαθμό εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού, λαμβάνοντας υπ’ όψη την ανάγκη της απορρόφησης σύγχρονων οργανωτικών μεθόδων, αυτοματισμού παραγωγής, πληροφορικής και άλλων.
Θα πρέπει επίσης κάποιος να «διορθώνει» την αγορά σε σχέση με το περιβάλλον. Το περιβαντολογικό πρόβλημα θα αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις με το πέρασμα του χρόνου. Έτσι η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να είναι άμεσης προτεραιότητας. Ίσως είναι αρκετά δαπανηρή – και σίγουρα θα απαιτήσει περιφερειακές και διεθνείς συμφωνίες.

3. Οι βασικοί δημόσιοι κοινωφελείς οργανισμοί πρέπει να ανήκουν στον Δημόσιο Τομέα. Το νεοφιλελεύθερο πάθος για ιδιωτικοποίηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό τουλάχιστον όσον αφορά στην ενέργεια και τις επικοινωνίες.  Το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα είναι ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι αντι-οικονομικές. Υπάρχει μεγάλη δόση αληθείας σ’ αυτό, αλλά υπάρχουν αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να διακηρυχθεί ο κανόνας ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις στοχεύουν στην μεγιστοποίηση του κέρδους. Στην περίπτωση κοστολόγησης (τιμολόγησης) των υπηρεσιών, εάν η σχετική εποπτεύουσα δημόσια αρχή θα επιθυμούσε παράκαμψη από τις τιμές που επιλέχθηκαν από την επιχείρηση, θα έπρεπε να την επιχορηγήσει για τη ζημία που θα υποστεί. Στην περίπτωση επενδυτικών σχεδιασμών, εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των σχεδιασμών της δημόσιας επιχείρησης και εκείνων της επιβλέπουσας δημόσιας αρχής, τότε πάλι πρέπει να υπάρχει αποζημίωση. Τελικά, οι δημόσιες επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την ίδια δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά χρήματος με τους ίδιους όρους, που έχει ο οποιοσδήποτε άλλος.

4. Το σοσιαλιστικό μοντέλο πρέπει να εξασφαλίζει απόλυτα δημοκρατική κοινωνία. Οποιοδήποτε είδος πατερναλισμού πρέπει να απορρίπτεται. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υιοθετηθεί το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας – με την έννοια του πολιτικού πλουραλισμού. Ο διαχωρισμός των εξουσιών και η πολυκομματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ασφαλώς απολύτως αναγκαία. Ακόμη, σε μια εποχή όπου η πληροφόρηση και οι επικοινωνίες αποτελούν τόσο δυναμικά όπλα, το μοντέλο πρέπει να εγγυάται ίση πρόσβαση στην πληροφόρηση και στις επικοινωνίες για όλους τους πολίτες ή ομάδες πολιτών. Κάθε προσπάθεια θα έπρεπε να καταβληθεί για να αποφευχθούν στον τομέα αυτό μονοπώλια ή ολιγοπώλια. Αυτό είναι πραγματικά ένα δύσκολο έργο, αλλά είναι εκ των ουκ άνευ (sine qua non).

5. Θα αναφερθώ τώρα στο τι εννοώ ως ειδοποιό διαφορά μεταξύ των σοσιαλιστικών μοντέλων που περιγράφω σε σχέση με το γνωστό Κράτος Πρόνοιας. Πρόκειται για την παρουσία σχεδιασμού, μίας δημοκρατικής διαδικασίας αποκεντρωμένου προγραμματισμού. Επομένως, ο σχεδιασμός είναι το ουσιαστικό χαρακτηριστικό κάθε σοσιαλιστικού μοντέλου. Αυτό που απορρίψαμε δεν είναι ο προγραμματισμός, αλλά ο συγκεντρωτικός προγραμματισμός του τύπου που βρίσκουμε στις οικονομίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο τύπος της οργάνωσης που εννοούμε είναι απόλυτα συνεπής με την «μικτή οικονομία» και ένα δυναμικό ιδιωτικό τομέα. Η αποκέντρωση που εννοούμε είναι στη βάση τηςπεριφερειακού χαρακτήρα. Έχει να κάνει όχι μόνο με την λειτουργία της οικονομίας αλλά επίσης με την φύση και το βάθος των δημοκρατικών θεσμών.

Γιατί, σε επίπεδο Περιφέρειας, Νομού και Δήμου, οι πολίτες θα έπρεπε να συμμετέχουν ενεργά στη χάραξη του μέλλοντός τους. Έτσι η συγκεκριμένη μορφή άμεσης δημοκρατίας συμπληρώνει τους θεσμούς τηςαντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Είναι περιττό να υπογραμμίσουμε ότι περιφερειακοί σχεδιασμοί πρέπει να είναι αναπόσπαστο τμήμα ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδιασμού, του οποίου η αναγκαιότητα συναρτάται επίσης από τους κύριους τομείς της οικονομίας. Ο σχεδιασμός αυτός έχει σχέση και με τις δημόσιες επενδύσεις και τον ρόλο που αναμένεται να παίξει ο ιδιωτικός τομέας.

Σύμφωνα με τα παραπάνω κάποιος θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί: Ποιος είναι ο ρόλος του Κράτους σε μια τέτοια δημοκρατική διαδικασία αποκεντρωμένου σχεδιασμού; Είναι συνεπές με τη θέση μας, που αναφέραμε παραπάνω, ότι το Κράτος πρέπει να αναλάβει τον ρόλο ενός Κέντρου «Στρατηγείου Ανάπτυξης». Πρέπει να διευρύνει τον αναπτυξιακό ορίζοντα, να προωθεί ενεργά τους τομείς που ενδεχομένως έχουν προοπτική επιτυχίας, να απομακρύνει τις παρεμβάσεις γραφειοκρατικού κατεστημένου των Δημόσιων Υπηρεσιών, να ουδετεροποιεί στο μέγιστο του δυνατού τις παραμορφώσεις της οικονομίας, που θα μπορούσαν να έχουν προκληθεί από ισχυρά εθνικά ή διεθνή επιχειρηματικά κέντρα, να εγγυάται την ισότιμη πρόσβαση στην μόρφωση, εκπαίδευση, στην απασχόληση και υγεία για όλους και να διατηρεί υψηλές προδιαγραφές στη δίκαιη κατανομή του εθνικού εισοδήματος.

6. Υπάρχουν βέβαια  περίοδοι  όπου ένα μοντέλο αυτού του τύπου –εγκλωβισμένο όπως είναι στον παγκόσμιο καπιταλισμό- θα αντιμετωπίσει σοβαρές κρίσεις. Χρειάζεται ένας μηχανισμός διαχείρισης της κρίσης. Ο καλύτερος τρόπος να ξεπεραστεί η κρίση είναι ο σχεδιασμός ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ όλων των κοινωνικών εταίρων, ο οποίος θα τηρείται από όλους για μία καθορισμένη χρονική περίοδο. Ακόμη μια φορά, το κράτος, καλείται να παρακολουθήσει μία πρόσκαιρη αλλά ουσιαστική εκεχειρία μεταξύ των «ανταγωνιστών».

7. Εφόσον η πολιτική διάσταση είναι τόσο κρίσιμη στη λειτουργία του σοσιαλιστικού μοντέλου, τα σοσιαλιστικά κόμματα πρέπει να συναγωνισθούν για την εξουσία με κεντρώα, φιλελεύθερα, συντηρητικά και κομμουνιστικά κόμματα στο πλαίσιο μιας πλουραλιστικής κοινωνίας. Αλλά ποιον εκπροσωπεί ένα σοσιαλιστικό κόμμα; Την εργατική τάξη; Η επαναστατική ανάπτυξη της τεχνολογίας, που σάρωσε τον πλανήτη μας, επέφερε ουσιαστικές αλλαγές όχι μόνο στην φύση της εργατικής τάξης αλλά επίσης και στην διαστρωμάτωση των σύγχρονων κοινωνιών.

Τα σοσιαλιστικά κόμματα σήμερα εκπροσωπούν τα συμφέροντα μιας πλατειάς συμμαχίας δημοκρατικών, προοδευτικών, κοινωνικών δυνάμεων αλλά και κινημάτων για ανθρώπινα δικαιώματα, ισότητας των δύο φύλων, προστασίας του περιβάλλοντος, κοινωνικής δικαιοσύνης, αφοπλισμού, καταστροφής των πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων και την προαγωγή της ειρήνης.

Θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε ειδικά στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Παρόλο που κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος, είναι λογικό να αναμένει, ότι η οικονομική και νομισματική ένωση θα γίνει πραγματικότητα στα επόμενα χρόνια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το περιθώριο που μένει στις χώρες-μέλη για κρίσιμες αποφάσεις οικονομικής πολιτικής θα είναι πολύ μικρό.

Είναι σαφές επομένως, ότι το πεδίο μάχης για την διαμόρφωση της πολιτικής, θα μεταφερθεί από τις χώρες-μέλη στην Κοινότητα. Συνεπώς, τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Κοινότητα –είτε σαν ομοσπονδία είτε σαν ένωση- θα φέρουν το κύριο βάρος στην προώθηση της σοσιαλιστικής πολιτικής. Στο επίπεδο της Κοινότητας πάντως νέα θέματα φαίνεται να απαιτούν την διαμόρφωση της σοσιαλιστικής θέσης. Μία σημαντική συνιστώσα της σοσιαλιστικής θέσης είναι η αναζήτηση των πολιτικών, που οδηγούν στην σύγκλιση των οικονομιών των χωρών-μελών. Στο πολιτικο-οικονομικό επίπεδο, η δομή της εξουσίας πρέπει να μετακινηθεί αποφασιστικά υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διαφορετικά το δημοκρατικό έλλειμμα στην Κοινότητα θα συνεχίσει να διαστρεβλώνει την βούληση των πολιτών της Κοινότητας.  Περιττό να αναφέρουμε, ότι η Κοινωνική διάσταση της Ευρώπης ή η Κοινωνική Ευρώπη πρέπει να είναι ο κύριος στόχος των Σοσιαλιστών της Κοινότητας.

Αυτές οι θέσεις μου φαίνεται ότι είναι συνεπείς με το μοντέλο που περιέγραψα σ’ αυτή μου τη διάλεξη. 
            
Επίλογος

Δεν είναι εύκολο να πούμε εάν ένα τέτοιο μοντέλο θα είναι ικανό να επιβιώσει στην τρικυμία που εξαπέλυσε ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Εάν όχι, τότε το περισσότερο που μπορεί κάποιος να περιμένει, είναι ένα κράτος Κοινωνικής Πρόνοιας. Αλλά, ένα τέτοιο μοντέλο, αν και θα εξυπηρετεί τον στόχο της δικαιοσύνης, μπορούμε να πούμε ότι είναι λίγο για να είναι σοσιαλιστικό.

Εάν το σοσιαλιστικό όραμα δεν πρέπει να εξαφανισθεί, τότε οι σοσιαλιστές πρέπει να αγωνισθούν για ριζοσπαστικές αλλαγές στις κοινωνίες –ακόμη κι αν αυτές είναι σήμερα εγκλωβισμένες- στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.


Το μέλλον θα δείξει εάν θα πετύχουμε.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου