του Μιχάλη Καρχιμάκη
πρ. Υφυπουργού,
στελέχους του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών
Είναι γεγονός πως η διεθνής οικονομική κρίση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο προκάλεσε διαδοχικούς τεκτονικούς σεισμούς όχι απλά στις αγορές αλλά και σε παραδοσιακές πολιτικές και κοινωνικές αξίες.
Το μεγαλύτερο πολιτικό θύμα αυτής της κρίσης τουλάχιστον στο δικό μας πολιτικό και γεωγραφικό ημισφαίριο υπήρξε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που βρέθηκε μπροστά σε ένα υπαρξιακό δίλλημα.
Να συγκρουστεί και να υπερασπιστεί τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε ως χτες από τη μια ή να συναινέσει στην υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και των κεκτημένων που μαζί με τους πολίτες κατοχύρωσε μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η μετάλλαξη της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας
Όμως όποια κι αν ήταν η απάντηση που έδωσαν οι ηγεσίες των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σ' αυτό το θεμελιώδες ερώτημα, η αλήθεια είναι ότι η απάντηση που έδινε η ίδια η πραγματικότητα είναι ότι βρέθηκαν σε ένα πόλεμο χωρίς όπλα, σε μια μάχη με ξύλινα σπαθιά.
Και ήταν αυτή η ίδια η σοσιαλδημοκρατία που παρέδωσε τα όπλα, όταν τη δεκαετία του 90΄,η εκσυγχρονισμένη εκδοχή της έπαψε να είναι μια μορφή εξανθρωπισμού της ελεύθερης οικονομίας και περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά μετατράπηκε σε μια άλλη, πιο εύπεπτη κοινωνικά διαχείριση συντηρητικών επιλογών.
Ήταν αυτή η "εκσυγχρονισμένη" δήθεν σοσιαλδημοκρατία που παρέδωσε το όπλο της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου μέσω της φορολογίας και επέτρεψε τη βιομηχανική μετανάστευση από την Ευρώπη σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου η οικονομική ανάπτυξη και παραγωγή συνοδεύεται από ένα πιάτο φαϊ κι όχι από την ταυτόχρονη ανάπτυξη του εισοδήματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Για ποιά σοσιαλδημοκρατία λοιπόν μπορούμε σήμερα να μιλάμε όταν το μεγάλο κεφάλαιο μπορεί να διαφεύγει της συμμετοχής του στο χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης και με ένα κλικ σε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή να μεταφέρει πακτωλούς χρημάτων σε τροπικούς και όχι μόνο φορολογικούς παραδείσους;
Ποιά σοσιαλδημοκρατία μπορεί να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος, να διασφαλίσει την ανάπτυξη και τον υγιή ανταγωνισμό μέσα από την ενίσχυση του θεσμικού οπλοστασίου και των ελεγκτικών μηχανισμών του τραπεζικού συστήματος όταν έχει ενσωματωθεί πλήρως στη νεοφιλελεύθερη πτυχή της παγκοσμιοποίησης;
Όταν έχει να ανταγωνιστεί το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο της Δύσης όσο και τον αυταρχικό, δεσποτικό καπιταλισμό των χωρών της Ανατολικής Ασίας;
Για να μπορούμε να μιλούμε σήμερα σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο για Σοσιαλδημοκρατία, την εποχή της πτώσης των συνόρων, των social-media και της επανάστασης του διαδικτύου βασική προϋπόθεση είναι η σύγκρουση με τη λογική της απορρύθμισης.
Η ανάκτηση δηλαδή του πολιτικού ελέγχου από τα "αόρατα" για την κοινωνία χέρια της αγοράς που ανήκουν στην πραγματικότητα στα πολύ ορατά χέρια του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών που διαθέτουν κατά περιπτώσεις προϋπολογισμούς μεγαλύτερους ακόμη και από αυτούς κρατών με πυρηνικά όπλα.
Η ανάκτηση αυτού του δημόσιου ελέγχου της οικονομίας θα έρθει μόνο μέσα από διεθνείς συνεννοήσεις και διακρατικές συγκλίσεις για ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης συμβατό με τα κοινωνικά αγαθά και τις κατακτήσεις της σύγχρονης Δημοκρατίας.
Συνεννοήσεις που οφείλουν να καταλήξουν:
- στη φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, το λεγόμενο φόρο Τόμπιν,
- την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου,
- την ανάκτηση του δημοσίου ελέγχου της αγοράς αξιολόγησης σε Ευρωπαϊκό επίπεδο με τη δημιουργία ενός διακρατικού Ευρωπαϊκού Οίκου Αξιολόγησης και
- την υιοθέτηση ενός νόμου Glass-Steagal 2 με τη σύναψη διεθνούς σύμβασης που όπως στη δεκαετία του 30' στην Αμερική θα αποτρέπει τη μεταμόρφωση της οικονομίας σε καζίνο και θα διασφαλίζει τις καταθέσεις των πολιτών με την αυστηρή διάκριση των τραπεζών σε καταθετικές και επενδυτικές.
Πρόκειται για θέσεις και προτάσεις που αν και σήμερα έχουν υποστηριχθεί από σημαίνοντες ακαδημαϊκούς και οικονομολόγους της κεϋνσιανής σκέψης, με προεξάρχοντα το νομπελίστα οικονομολόγο Γ. Στίγκλιτς, παραμένουν στα συρτάρια των ηγετικών ομάδων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων γιατί προϋποθέτουν ακριβώς σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα και αντιλήψεις.
Στην Ελλάδα ο μόνος πολιτικός που μιλά για τέτοιες μεταρρυθμίσεις στη φορολογική πολιτική είναι ο Γιώργος Α. Παπανδρέου.
Η κρίση της Ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας
Σε εθνικό επίπεδο τώρα, η κρίση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας υπαγορεύτηκε από τις έκτακτες καταστάσεις που διαμορφώθηκαν στη χώρα το 2009, την αναγκαιότητα για μεταρρυθμίσεις και αποφάσεις με πολιτικό κόστος εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης που προκάλεσε η κυβέρνηση της "στατικής απάτης" υπό τον κύριο Κ.Καραμανλή.
Η οικονομική και πολιτική αυτή κρίση συνοδεύτηκε από την πολιτική ανωμαλία της ανατροπής του εκλεγμένου πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου από το ίδιο του το κόμμα σε συνεργασία με την εγχώρια κι ευρωπαϊκή Δεξιά καθώς και από ένα σύστημα διαπλοκής κι ασυδοσίας εξωθεσμικών παραγόντων με ισχυρό έρεισμα στο τρίγωνο διαπλοκής τραπεζών – ΜΜΕ και πολιτικής εξουσίας. Ανατροπή που είχε ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης και της αφήγησης της για το πρόσφατο και άμεσο παρελθόν της.
Σήμερα, χωρίς μια αξιόπιστη πολιτική εναλλακτική στο προοδευτικό, δημοκρατικό φάσμα είναι πολύ λογικό λοιπόν να μιλούν κάποιοι για ανάγκη ενοποίησης του χώρου.
Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε για ποια ενοποίηση και για ποια σοσιαλδημοκρατία μιλάμε!
Ενοποίηση που σημαίνει,
- άθροισμα των πολιτικών φιλοδοξιών, συγκολλήσεις κορυφής,
ή
- πολιτική συμπόρευση με βάση τις ανάγκες και τα προβλήματα των πολιτών;
Ενοποίηση για ποιούς;
- Για να αποκαταστήσουμε φαντάσματα των "πρώην" ,
ή
- για τους πολίτες, για τον εξορθολογισμό και τη δικαιότερη κατανομή των κοινωνικών βαρών;
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως η όποια συμπόρευση δεν μπορεί να υπαγορεύεται από κίνητρα προσωπικής επιβίωσης και πολιτικής ιδιοτέλειας αλλά να αποτελεί μια γενναία ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ με περιεχόμενο κι όχι αόριστες διακηρύξεις-πλαίσια.
Μια συμφωνία - χρονοδιάγραμμα για προοδευτικές, συγκρουσιακές μεταρρυθμίσεις.
Μεταρρυθμίσεις με στόχο τη δημιουργία νέου πλούτου, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να μη πληρώνουν συνεχώς οι ίδιοι και οι ίδιοι και την ανακούφιση των κοινωνικά ασθενέστερων συμπολιτών μας.
Μεταρρυθμίσεις που θα επανεκκινήσουν την οικονομία και θα κάνουν το αναγκαίο restart για τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και το ρυθμιστικό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας.
Λύση η μεταρρυθμίσεις και όχι η λιτότητα!
Πρέπει να συμφωνήσουμε:
- σε ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα,
- στην πάταξη της γραφειοκρατίας με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και
- τη μεταρρύθμιση της Διοικητικής Δικαιοσύνης με έμφαση στην ταχύτητα της δικαιοδοτικής διαδικασίας ιδιαίτερα των υποθέσεων που αφορούν επενδυτικές και αναπτυξιακές υποθέσεις.
Να διαμορφώσουμε δηλαδή ένα περιβάλλον σταθερότητας, ασφάλειας και διαφάνειας που θα αντιλαμβάνεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και θα είναι πραγματικά ελκυστικό για επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
Ταυτόχρονη πρέπει να είναι και η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών για να πληρώσουν οι μόνιμα φοροαποφεύγοντες κι όχι να πληρώσουν και γι' αυτούς τα συνήθη θύματα , οι συνεπείς πολίτες μέσα από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Γιατί η λύση δεν είναι η λιτότητα.
Η λύση είναι οι προοδευτικές και κοινωνικά δίκαιες μεταρρυθμίσεις.
Η διαμόρφωση μιας ευνομούμενης πολιτείας με την αλλαγή της φυσιογνωμίας και της αρχιτεκτονικής της Δημόσιας Διοίκησης σε συνδυασμό με τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην οικονομία για την απελευθέρωση των δυνάμεων του υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος των πολιτών.
Διαφορετικά με την εμμονή σε δημοσιονομικά κι όχι διαρθρωτικά μέτρα η χώρα μας, οι πολίτες, κινδυνεύουν να υποστούν ένα άλλο οικονομικό μαρτύριο όμοιο με εκείνο του Σίσυφου και να καταδικαστούν να γεμίζουν με "μέτρα", με τους κόπους και τις οικονομίες μιας ζωής ένα βαρέλι που συνεχώς χάνει.
Αυτή η λογική, η λογική των μεγάλων αλλαγών υπό την εγγύηση του Κράτους Δικαίου οφείλει να είναι η απάντηση μας στα πραγματικά προβλήματα αλλά και στους ακραία νεοφιλελεύθερους κύκλους των δανειστών που προκρίνουν αποτυχημένες και υφεσιακές πολιτικές.
Γιατί ακόμη κι αυτός ο πατέρας του νεοφιλελευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν παραδέχτηκε το λάθος του.
Όταν ρωτήθηκε ξανά προς το τέλος της ζωής του αν είχε δίκιο στη συνταγή για "ιδιωτικοποίηση - ιδιωτικοποίηση - ιδιωτικοποίηση" που έδωσε στους ηγέτες των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών για την ανοικοδόμηση τους μετά την πτώση του τείχους, απάντησε με αρκετή δόση αυτοκριτικής πως η σωστή συμβουλή θα ήταν ένα "ευνομούμενο κράτος".
Για τη διαμόρφωση αυτού του ευνομούμενου κράτους πρέπει κι εμείς τώρα με τη σειρά μας πρέπει να διαλέξουμε ποια σοσιαλδημοκρατία θέλουμε.
Πρέπει να διαλέξουμε ποια σοσιαλδημοκρατία θέλουμε;
Τη σοσιαλδημοκρατία,
- της Διαύγειας,
- του opengoverment,
- της διαφάνειας στο κράτος;
Τη σοσιαλδημοκρατία,
- που φορολόγησε με το Ν.3842 του 2010 τη μεγάλη ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία
ή
τη σοσιαλδημοκρατία στα λόγια που με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου
επανέφερε τις φοροαπαλλαγές με την αντιπολίτευση να ψηφίζει "παρών"?
Τη σοσιαλδημοκρατία,
- που μείωσε τη φαρμακευτική δαπάνη για τους πολίτες με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση,
- αυτή που ψήφισε την άρση του τραπεζικού απορρήτου με σκοπό τη διερεύνηση εκείνων που έβγαλαν τα χρήματα τους στο εξωτερικό για να αποκρύψουν παράνομες δραστηριότητες
ή
το πολιτικό συμπλήρωμα της δεξιάς που νομοθέτησε διάταξη-πλυντήριο για πιθανούς φοροφυγάδες το καλοκαίρι του 2013;
Συνεπώς το μόνο κριτήριο για τη συνεργασία και τον όποιο διάλογο στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας με τα πολιτικά κόμματα και πρόσωπα που τον απαρτίζουν δεν μπορεί παρά να είναι η απάντηση τους, η απάντηση μας σε ανάλογα κορυφαία πολιτικά διλήμματα.
Στα διλήμματα που αποτελούν και τη διαχωριστική γραμμή της προόδου από τη συντήρηση.
Πρέπει επίσης να θυμηθούμε εκτός από τα οικονομικά δεδομένα για μια πιο δίκαιη οικονομική πολιτική, το δεύτερο συνθετικό της πολιτικής μας ιδεολογίας που είναι η λέξη δημοκρατία.
Και είναι θέμα δημοκρατίας, θέμα πειστικού πολιτικού λόγου και εύλογη προϋπόθεση να συμφωνήσουμε για το αύριο, να ενοποιήσουμε την πολιτική μας αφήγηση για το άμεσο παρελθόν, να ξεκαθαρίσουμε τι έγινε στις Κάννες, τι έγινε με την ανατροπή ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού και με αυτούς που μετέτρεψαν μια κρίση εθνική σε ξεκαθάρισμα εσωκομματικών λογαριασμών.
Οφείλουμε έτσι να αναστοχαστούμε όλοι μαζί το κοινό μας παρελθόν, να ανανεώσουμε τον πολιτικό μας λόγο και να ξαναθυμηθούμε τις αξίες μας σε μια νέα πραγματικά προοδευτική στροφή στις ρίζες της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς που είναι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του.
Να απαντήσουμε όχι απλά στα ιδεολογικά διλήμματα της σοσιαλδημοκρατίας αλλά στον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε στην πολιτική.
Για τους εαυτούς μας ή για τους πολίτες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου