του Μιχάλη Κορδαλή
Με τη φετινή 11η Νοεμβρίου συμπληρώνονται 4 χρόνια από την παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου και την τελευταία μονοκομματική και αμιγώς "προοδευτική" τουλάχιστον κατά την πολιτική γεωγραφία κυβέρνηση που σχηματίσθηκε στη χώρα μας τα χρόνια της Κρίσης.
Ωστόσο το ερώτημα που παραμένει ως τώρα επίκαιρο είναι τι κέρδισε η χώρα σήμερα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την ανατροπή του Γιώργου Παπανδρέου?
Κέρδισε σε μεταρρυθμίσεις, σε καλύτερη "διαπραγμάτευση" με τους εταίρους ή μήπως σκίστηκαν τα Μνημόνια όπως διατείνονταν σε όλους τους τόνους οι κύριοι Σαμαράς και Τσίπρας?
Η απάντηση είναι προφανώς και όχι.
Και δυστυχώς η ακόμη πιο θλιβερή παραδοχή είναι ότι η χώρα μας έχασε σε όλα τα μέτωπα.
Έχασε 4 χρόνια να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και την ανάγκη να αλλάξουμε την αρχιτεκτονική της Δημόσιας Διοίκησης, να συγκρουστούμε με τον οικονομικό και κρατικίστικο παρασιτισμό ώστε να απαλλαγούμε από τους λόγους που οδήγησαν την πατρίδα μας στην ανάγκη των μνημονίων.
Έχασε η Ελλάδα με τις καθυστερήσεις αναγκαίων μεταρρυθμίσεων παραμένοντας μετέωρη, τη στιγμή που η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος λύνουν τα δικά τους μεγάλα οικονομικά προβλήματα.
Και είναι αυτές οι καθυστερήσεις που προέκυψαν είτε από τις δήθεν αντιμνημονιακές κορώνες της αντιπολίτευσης είτε από το διάστημα επικοινωνιακής διαχείρισης της πολιτικής μεταμόρφωσης των πρώην αντιμνημονιακών από την πραγματικότητα της πλατείας στην αλήθεια των αριθμών και τη θαλπωρή των υπουργικών εδράνων.
Έχασαν οι πολίτες που κλήθηκαν να σηκώσουν κι άλλα βάρη, να πληρώσουν με νέα μνημόνια αυτοί για τις ολιγωρίες εκείνων που δεν ήθελαν να αναλάβουν το δικός τους πολιτικό κόστος.
Πληρώσαμε και συνεχίζουμε να πληρώνουμε το κόστος του λαϊκισμού και της συνωμοσιολογίας.
Χάσαμε έτσι σε λογική, ενότητα και κοινωνική συνοχή, διχασμένοι κάτω από με ένα ψεύτικο δίλημμα, αυτό του δήθεν "αντιμνημονίου".
Χάσαμε σε επίπεδο Δημοκρατίας με την πολιτική εκτροπή της ανατροπής ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού να περνά στα ψιλά γράμματα και τους νεοναζί να καταλαμβάνουν διαρκώς παρά την αποκάλυψη του πραγματικού εγκληματικού τους προσώπου , την 3η θέση στο κοινοβούλιο.
Τώρα κινδυνεύουμε να χάσουμε μια ολόκληρη γενιά.
Μια γενιά νέων εργαζομένων υψηλών προσόντων και επιστημόνων που εγκαταλείπουν τη χώρα σε νέα μεγάλη, ακαδημαϊκή αυτή τη φορά μετανάστευση αλλά και εκείνων που παραμένουν εγκλωβισμένοι εδώ σε ένα μέλλον αβεβαιότητας και ανεργίας.
Κι όμως σήμερα, 4 χρόνια μετά δεν υπάρχει κανείς λογικός πολίτης ανεξαρτήτως πολιτικής καταγωγής που να διαφωνεί με τη Διαύγεια, με τη διαφάνεια στο κράτος και την ανάρτηση των αποφάσεων της Διοίκησης στο διαδίκτυο.
Δεν υπάρχει κανείς που να διαφωνεί με την απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων, με την πρόσληψη σε υψηλά ιστάμενες διοικητικές θέσεις μέσω βιογραφικού και opengoverment αντί του 4-2-1 των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- ΔΗΜΑΡ και το προηγούμενο καθεστώς του διορισμού με μοναδικό κριτήριο την κομματική αφοσίωση.
Δεν υπάρχει ακόμη κανείς προοδευτικός πολίτης που να διαφωνεί με το νόμο για την ιθαγένεια, το νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, τη φορολόγηση των offshore εταιριών και το ασυμβίβαστο της ιδιοκτησίας τους με υπουργικές θέσεις και πόσα άλλα.
Από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση που μείωσε τη φαρμακευτική δαπάνη και έσπρωξε τον κύριο Γιαννακόπουλο στην πολιτική αγκαλιά των κύριων Τσίπρα-Καμμένου ως τη νομοθετική κατοχύρωση του θεσμού του οικονομικού εισαγγελέα.
Όλα αυτά είναι μερικά μόνο από τα νομοθετήματα της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Νομοθετήματα που αποτελούν προϊόν κοινής λογικής και σκαλοπάτι για την πραγμάτωση του αυτονόητου που είναι η διαμόρφωση μια ευνομούμενης πολιτείας.
Κι όμως για αυτές του τις πολιτικές επιλογές ο Γιώργος Παπανδρέου δέχτηκε έναν ανελέητο και αήθη πολιτικό και προσωπικό πόλεμο εντός και εκτός του κόμματος του.
Κι αν σήμερα όλα αυτά να μοιάζουν ευκόλως εννοούμενα, τότε δεν ήταν.
Δεν ήταν όταν όλοι οι πολιτικοί χώροι και τα ΜΜΕ για δικές τους σκοπιμότητες ο καθένας αποσιωπούσαν τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή για την εκτίναξη χρέους και ελλείμματος και τη στατιστική απάτη που αυτή διέπραξε σε βάρος των πολιτών.
Δεν ήταν όταν ο κύριος Σαμαράς δεν συνυπέγραφε το "λάθος" που θα εφάρμοζε με ακραίο ίσως τρόπο ως πρωθυπουργός ή όταν το ευρώ δεν ήταν φετίχ, ο Ολάντ ήταν "Ολαντρέου" και ο Παπανδρέου "Πινοτσέτ" για τον μνημονιακό πλέον κύριο Τσίπρα.
Δεν ήταν ευκόλως εννοούμενα ακριβώς 4 χρόνια πριν όταν κάποιοι εντός του ΠΑΣΟΚ με σύμμαχο την κομματική διαφθορά και τη δυσαρέσκεια όσων είχαν συνηθίσει το κράτος ως φέουδο, θα χρησιμοποιούσαν την εθνική κρίση για να πετύχουν μια εσωκομματική ρεβάνς.
Ήταν αυτοί που μέσω μιας μικρής ομάδας βουλευτών διακινδύνευσαν την πορεία της χώρας όταν απειλούσαν να καταψηφίσουν την 6η δόση και την αμέσως επόμενη πρόταση δημοψηφίσματος αλλά θα ψήφιζαν λίγες μέρες μετά τα ίδια ακριβώς μέτρα που αρνούνταν ως χτες.
Τα ίδια μέτρα με μια μικρή διαφορά.
Με τη χώρα σαφώς αποδυναμωμένη χωρίς όμως τον Παπανδρέου πρωθυπουργό και στη θέση του τον μη εκλεγμένο κύριο Παπαδήμο και υπουργούς τους κυρίους Βορίδη και Γεωργιάδη.
Ήταν αυτοί που προσπάθησαν να κερδοσκοπήσουν πολιτικά από την ιστορία των Καννών μαζί με το σύνολο της αντιπολίτευσης,
Κι αν οι κύριοι Τσίπρας και Σαμαράς πέτυχαν και κέρδισαν την πρωθυπουργία εκείνοι παρέμειναν μόνιμοι αντιπρόεδροι και συρρίκνωσαν τον πολιτικό τους χώρο.
Σήμερα, κύκλοι κοντά σ'α αυτούς τους φανερούς όσο και τους αφανείς πρωταγωνιστές μιλούν για τη Σοσιαλδημοκρατία, το Δημοκρατικό Σοσιαλισμό, την ανάγκη για ένα ελληνικό Epinay όπως
συνέβη με το ενωτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Γαλλία που σήμανε και την αφετηρία της πολιτικής κυριαρχίας του Φρανσουά Μιττεράν στο ευρύτερο προοδευτικό πολιτικό φάσμα.
Μιλούν για λέξεις που ακούγονται ωραία αλλά ζυγίζονται δύσκολα στην πράξη.
Μιλούν για τη σοσιαλδημοκρατία χωρίς όμως ίχνος αυτοκριτικής.
Ξεχνούν ότι η εκσυγχρονισμένη "σοσιαλδημοκρατία" του 90' στην ευρωπαϊκή και την πιο κιτς ελληνική εκδοχή της, ήταν αυτή που παρέδωσε πολιτικά τα όπλα της, που είναι η δίκαιη αναδιανομή του πλούτου μέσω της φορολογίας.
Τα παρέδωσε όταν δεν μίλησε για τους φορολογικούς παραδείσους, όταν επέτρεψε τη βιομηχανική μετανάστευση των μέσων παραγωγής από την Ευρώπη στην Ασία και την εκεί διαμόρφωση ενός ασφυκτικού, αυταρχικού καπιταλισμού που η οικονομική ανάπτυξη δε συνεπάγεται την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων και των κοινωνικών τους δικαιωμάτων.
Γιατί η στρατηγική ήττα της σοσιαλδημοκρατίας είναι η ήττα των "Παπανδρέου", των "Μίλλιμπαντ" ή των "Μπράουν", αυτών που μιλούν για το φόρο Τόμπιν, το φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, έναντι των μονεταριστών της "Αριστεράς".
Αυτών που όπως ο κύριος Μπλαιρ μπορεί να έπαιρναν τα ίδια μέτρα με την κυρία Θάτσερ αλλά είχαν ένα αστραφτερό αριστερό χαμόγελο όπως κάνει τώρα ο κύριος Τσίπρας εδώ.
Μιλούν για Epinay.
Ξεχνούν πως στο συνέδριο του Epinay κέρδισε η πρόταση κοινού προγράμματος με το ισχυρότερο τότε εκλογικά κομμουνιστικό κόμμα, η αριστερή εκδοχή του σοσιαλιστικού και σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και όχι ο εναγκαλισμός με την ακροδεξιά των Μπαλτάκων.
Γιατί το πρόβλημα της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα δεν έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχει έναν Φρανσουά Μιττεράν ή έστω έναν αντι-Τσίπρα.
Από τους τελευταίους διαθέτει πολλούς, ίσως περισσότερους από ότι μπορεί να αντέξει.
Αυτό που δεν διαθέτει όμως είναι μια κοινή αφήγηση για το μέλλον και κυρίως για το πρόσφατο παρελθόν της.
Γιατί κάπου στην πολιτική αριθμητική, στις προσθέσεις και στις αφαιρέσεις, στη εξίσωση των δήθεν σοσιαλδημοκρατών θα είναι πάντα δύσκολο να παντρέψουν την πολιτική θεωρία του Ανδρέα Παπανδρέου, του Μιττεράν ή του Σοάρες με την πολιτική πρακτική του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Γιατί στις πράξεις της δικής τους πολιτικής αφήγησης δεν θα βγαίνει πάντα το κρίσιμο ερώτημα:
"Γιατί τελικά έπεσε ο Γιώργος Παπανδρέου:"
Με τη φετινή 11η Νοεμβρίου συμπληρώνονται 4 χρόνια από την παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου και την τελευταία μονοκομματική και αμιγώς "προοδευτική" τουλάχιστον κατά την πολιτική γεωγραφία κυβέρνηση που σχηματίσθηκε στη χώρα μας τα χρόνια της Κρίσης.
Ωστόσο το ερώτημα που παραμένει ως τώρα επίκαιρο είναι τι κέρδισε η χώρα σήμερα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά την ανατροπή του Γιώργου Παπανδρέου?
Κέρδισε σε μεταρρυθμίσεις, σε καλύτερη "διαπραγμάτευση" με τους εταίρους ή μήπως σκίστηκαν τα Μνημόνια όπως διατείνονταν σε όλους τους τόνους οι κύριοι Σαμαράς και Τσίπρας?
Η απάντηση είναι προφανώς και όχι.
Και δυστυχώς η ακόμη πιο θλιβερή παραδοχή είναι ότι η χώρα μας έχασε σε όλα τα μέτωπα.
Έχασε 4 χρόνια να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και την ανάγκη να αλλάξουμε την αρχιτεκτονική της Δημόσιας Διοίκησης, να συγκρουστούμε με τον οικονομικό και κρατικίστικο παρασιτισμό ώστε να απαλλαγούμε από τους λόγους που οδήγησαν την πατρίδα μας στην ανάγκη των μνημονίων.
Έχασε η Ελλάδα με τις καθυστερήσεις αναγκαίων μεταρρυθμίσεων παραμένοντας μετέωρη, τη στιγμή που η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος λύνουν τα δικά τους μεγάλα οικονομικά προβλήματα.
Και είναι αυτές οι καθυστερήσεις που προέκυψαν είτε από τις δήθεν αντιμνημονιακές κορώνες της αντιπολίτευσης είτε από το διάστημα επικοινωνιακής διαχείρισης της πολιτικής μεταμόρφωσης των πρώην αντιμνημονιακών από την πραγματικότητα της πλατείας στην αλήθεια των αριθμών και τη θαλπωρή των υπουργικών εδράνων.
Έχασαν οι πολίτες που κλήθηκαν να σηκώσουν κι άλλα βάρη, να πληρώσουν με νέα μνημόνια αυτοί για τις ολιγωρίες εκείνων που δεν ήθελαν να αναλάβουν το δικός τους πολιτικό κόστος.
Πληρώσαμε και συνεχίζουμε να πληρώνουμε το κόστος του λαϊκισμού και της συνωμοσιολογίας.
Χάσαμε έτσι σε λογική, ενότητα και κοινωνική συνοχή, διχασμένοι κάτω από με ένα ψεύτικο δίλημμα, αυτό του δήθεν "αντιμνημονίου".
Χάσαμε σε επίπεδο Δημοκρατίας με την πολιτική εκτροπή της ανατροπής ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού να περνά στα ψιλά γράμματα και τους νεοναζί να καταλαμβάνουν διαρκώς παρά την αποκάλυψη του πραγματικού εγκληματικού τους προσώπου , την 3η θέση στο κοινοβούλιο.
Τώρα κινδυνεύουμε να χάσουμε μια ολόκληρη γενιά.
Μια γενιά νέων εργαζομένων υψηλών προσόντων και επιστημόνων που εγκαταλείπουν τη χώρα σε νέα μεγάλη, ακαδημαϊκή αυτή τη φορά μετανάστευση αλλά και εκείνων που παραμένουν εγκλωβισμένοι εδώ σε ένα μέλλον αβεβαιότητας και ανεργίας.
Κι όμως σήμερα, 4 χρόνια μετά δεν υπάρχει κανείς λογικός πολίτης ανεξαρτήτως πολιτικής καταγωγής που να διαφωνεί με τη Διαύγεια, με τη διαφάνεια στο κράτος και την ανάρτηση των αποφάσεων της Διοίκησης στο διαδίκτυο.
Δεν υπάρχει κανείς που να διαφωνεί με την απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων, με την πρόσληψη σε υψηλά ιστάμενες διοικητικές θέσεις μέσω βιογραφικού και opengoverment αντί του 4-2-1 των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ- ΔΗΜΑΡ και το προηγούμενο καθεστώς του διορισμού με μοναδικό κριτήριο την κομματική αφοσίωση.
Δεν υπάρχει ακόμη κανείς προοδευτικός πολίτης που να διαφωνεί με το νόμο για την ιθαγένεια, το νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, τη φορολόγηση των offshore εταιριών και το ασυμβίβαστο της ιδιοκτησίας τους με υπουργικές θέσεις και πόσα άλλα.
Από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση που μείωσε τη φαρμακευτική δαπάνη και έσπρωξε τον κύριο Γιαννακόπουλο στην πολιτική αγκαλιά των κύριων Τσίπρα-Καμμένου ως τη νομοθετική κατοχύρωση του θεσμού του οικονομικού εισαγγελέα.
Όλα αυτά είναι μερικά μόνο από τα νομοθετήματα της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Νομοθετήματα που αποτελούν προϊόν κοινής λογικής και σκαλοπάτι για την πραγμάτωση του αυτονόητου που είναι η διαμόρφωση μια ευνομούμενης πολιτείας.
Κι όμως για αυτές του τις πολιτικές επιλογές ο Γιώργος Παπανδρέου δέχτηκε έναν ανελέητο και αήθη πολιτικό και προσωπικό πόλεμο εντός και εκτός του κόμματος του.
Κι αν σήμερα όλα αυτά να μοιάζουν ευκόλως εννοούμενα, τότε δεν ήταν.
Δεν ήταν όταν όλοι οι πολιτικοί χώροι και τα ΜΜΕ για δικές τους σκοπιμότητες ο καθένας αποσιωπούσαν τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή για την εκτίναξη χρέους και ελλείμματος και τη στατιστική απάτη που αυτή διέπραξε σε βάρος των πολιτών.
Δεν ήταν όταν ο κύριος Σαμαράς δεν συνυπέγραφε το "λάθος" που θα εφάρμοζε με ακραίο ίσως τρόπο ως πρωθυπουργός ή όταν το ευρώ δεν ήταν φετίχ, ο Ολάντ ήταν "Ολαντρέου" και ο Παπανδρέου "Πινοτσέτ" για τον μνημονιακό πλέον κύριο Τσίπρα.
Δεν ήταν ευκόλως εννοούμενα ακριβώς 4 χρόνια πριν όταν κάποιοι εντός του ΠΑΣΟΚ με σύμμαχο την κομματική διαφθορά και τη δυσαρέσκεια όσων είχαν συνηθίσει το κράτος ως φέουδο, θα χρησιμοποιούσαν την εθνική κρίση για να πετύχουν μια εσωκομματική ρεβάνς.
Ήταν αυτοί που μέσω μιας μικρής ομάδας βουλευτών διακινδύνευσαν την πορεία της χώρας όταν απειλούσαν να καταψηφίσουν την 6η δόση και την αμέσως επόμενη πρόταση δημοψηφίσματος αλλά θα ψήφιζαν λίγες μέρες μετά τα ίδια ακριβώς μέτρα που αρνούνταν ως χτες.
Τα ίδια μέτρα με μια μικρή διαφορά.
Με τη χώρα σαφώς αποδυναμωμένη χωρίς όμως τον Παπανδρέου πρωθυπουργό και στη θέση του τον μη εκλεγμένο κύριο Παπαδήμο και υπουργούς τους κυρίους Βορίδη και Γεωργιάδη.
Ήταν αυτοί που προσπάθησαν να κερδοσκοπήσουν πολιτικά από την ιστορία των Καννών μαζί με το σύνολο της αντιπολίτευσης,
Κι αν οι κύριοι Τσίπρας και Σαμαράς πέτυχαν και κέρδισαν την πρωθυπουργία εκείνοι παρέμειναν μόνιμοι αντιπρόεδροι και συρρίκνωσαν τον πολιτικό τους χώρο.
Σήμερα, κύκλοι κοντά σ'α αυτούς τους φανερούς όσο και τους αφανείς πρωταγωνιστές μιλούν για τη Σοσιαλδημοκρατία, το Δημοκρατικό Σοσιαλισμό, την ανάγκη για ένα ελληνικό Epinay όπως
συνέβη με το ενωτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Γαλλία που σήμανε και την αφετηρία της πολιτικής κυριαρχίας του Φρανσουά Μιττεράν στο ευρύτερο προοδευτικό πολιτικό φάσμα.
Μιλούν για λέξεις που ακούγονται ωραία αλλά ζυγίζονται δύσκολα στην πράξη.
Μιλούν για τη σοσιαλδημοκρατία χωρίς όμως ίχνος αυτοκριτικής.
Ξεχνούν ότι η εκσυγχρονισμένη "σοσιαλδημοκρατία" του 90' στην ευρωπαϊκή και την πιο κιτς ελληνική εκδοχή της, ήταν αυτή που παρέδωσε πολιτικά τα όπλα της, που είναι η δίκαιη αναδιανομή του πλούτου μέσω της φορολογίας.
Τα παρέδωσε όταν δεν μίλησε για τους φορολογικούς παραδείσους, όταν επέτρεψε τη βιομηχανική μετανάστευση των μέσων παραγωγής από την Ευρώπη στην Ασία και την εκεί διαμόρφωση ενός ασφυκτικού, αυταρχικού καπιταλισμού που η οικονομική ανάπτυξη δε συνεπάγεται την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων και των κοινωνικών τους δικαιωμάτων.
Γιατί η στρατηγική ήττα της σοσιαλδημοκρατίας είναι η ήττα των "Παπανδρέου", των "Μίλλιμπαντ" ή των "Μπράουν", αυτών που μιλούν για το φόρο Τόμπιν, το φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, έναντι των μονεταριστών της "Αριστεράς".
Αυτών που όπως ο κύριος Μπλαιρ μπορεί να έπαιρναν τα ίδια μέτρα με την κυρία Θάτσερ αλλά είχαν ένα αστραφτερό αριστερό χαμόγελο όπως κάνει τώρα ο κύριος Τσίπρας εδώ.
Μιλούν για Epinay.
Ξεχνούν πως στο συνέδριο του Epinay κέρδισε η πρόταση κοινού προγράμματος με το ισχυρότερο τότε εκλογικά κομμουνιστικό κόμμα, η αριστερή εκδοχή του σοσιαλιστικού και σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και όχι ο εναγκαλισμός με την ακροδεξιά των Μπαλτάκων.
Γιατί το πρόβλημα της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα δεν έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχει έναν Φρανσουά Μιττεράν ή έστω έναν αντι-Τσίπρα.
Από τους τελευταίους διαθέτει πολλούς, ίσως περισσότερους από ότι μπορεί να αντέξει.
Αυτό που δεν διαθέτει όμως είναι μια κοινή αφήγηση για το μέλλον και κυρίως για το πρόσφατο παρελθόν της.
Γιατί κάπου στην πολιτική αριθμητική, στις προσθέσεις και στις αφαιρέσεις, στη εξίσωση των δήθεν σοσιαλδημοκρατών θα είναι πάντα δύσκολο να παντρέψουν την πολιτική θεωρία του Ανδρέα Παπανδρέου, του Μιττεράν ή του Σοάρες με την πολιτική πρακτική του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Γιατί στις πράξεις της δικής τους πολιτικής αφήγησης δεν θα βγαίνει πάντα το κρίσιμο ερώτημα:
"Γιατί τελικά έπεσε ο Γιώργος Παπανδρέου:"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου